Στο "Τρία πουλάκια κάθονταν" δεν νομίζετε ότι αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρο το τραγούδι;
Αθανάσιος Διάκος
Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι
το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
- Νουδ' ο Καλύβας έρχεται, νουδ' ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνει.
Ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
-Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα,
πού ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι' όμορφα μετερίζια.
Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά ντουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
-Καρδιά παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε
σταθείτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε!
Το βρήκα
εδώ (υπάρχει κι αλλού βέβαια, δεν είναι σπάνιον είδος), και επ' ευκαιρία θυμήθηκα ότι εκτός από τα τρία πουλάκια, κάθεται και του Κίτσου η μάνα, και μάλιστα στην άκρη στο ποτάμι:
Του Κίτσου η μάνα
Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
“Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
όπ' έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ' έχουν τα λημέρια”.
Τον Κίτσο τον επιάσανε, στην φυλακή τον πάνε,
χίλιοι τον πάν' από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
κι όλο ξοπίσω πήγαινεν η δόλια του η μανούλα.
"Κίτσο μου που 'ναι τ' άρματα, που τα χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;".
"Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν' κλαις τα 'ρημα τ' άρματα, τα 'ρημα τα τσαπράζια;".
Εκεί βρήκα και το άλλο γνωστό:
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου:
Μη με μαλώνεις Κίσσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρισινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κ’ εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανθίζουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αετό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
Ήλιε μ’, δεν κρους τ’αποταχύ, μον κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου.
Δε μου λέτε, αυτό (από
εδώ) το έχουμε βάλει;
Σημαίνει ο Θεός (Δεύτερη Ανάσταση)
Σημαίνει ο Θιος, σημαίνει η γη
σημαίνουν τα ουράνια
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά
το μέγα μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα
κι εξήντα δυο καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και παπάς
Κάθε παπάς και διάκος.