Από το ιστολόγιο του Σαραντάκου παίρνω την αφορμή. Στο προχθεσινό του νήμα ξετρύπωσε μια εντελώς συσκοτισμένη αναφορά σε ανηλίκους λαθρορομά! Πέρα από το δημοσιογραφικά γελοίο, και το κοινωνικά αισχρό, της υπόθεσης, από το εν λόγω γλωσσικό έκτρωμα μου δημιουργήθηκαν μερικές απορίες.
«Λαθρορομά» πολύ σπάνια θα μπορούσε να υπάρξει ως έννοια. Θα σήμαινε κάποιον που λαθραία σφετερίζεται την ιδιότητα του Ρομά. (Για να την κάνει τι; Ένας θεός ξέρει). Μάλλον ο συντάκτης του κειμένου είχε κάποια τηλεσκοπική έμπνευση εκείνη τη στιγμή, και συνδύασε δύο απαξιωτικές για τα φρονήματά του ιδιότητες σε μία: λαθρο-μετανάστης + Ρομά > λαθρορομά. Άρα το λαθρο-- χρησιμοποιείται ως πρόθεμα, στα χνάρια των παλιο--, κωλο-- κλπ.
Έστω ότι υπάρχει. Πώς πρέπει να γράφεται; Εννοώ στο μέσο της πρότασης. λαθρορομά ή Λαθρορομά; Μη μου απαντήσετε «λαθρο-Ρομά» και αυξήσουμε κατά μία μονάδα την ποσότητα των σχιζολεκτουμένων της ελληνικής :)
Αλλά γενικότερα: Γιατί Ρομά; Επειδή έτσι αποκαλούν οι ίδιοι τον εαυτό τους; Πολιτικά ορθό, δε λέω, αλλά όλοι θυμόμαστε με ευχέρεια λαούς που ονομάζονται από τον υπόλοιπο κόσμο διαφορετικά απ' ό,τι ονομάζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Δεν εννοώ, προς Θεού, να ξαναγυρίσουμε στα πατροπαράδοτα απαξιωτικά. Απλώς αναρωτιέμαι γιατί «Ρομά» άκλιτο, με όλες τις συνοδεύουσες αγκυλώσεις (όπως λ.χ. η απουσία επιθέτου: οικογένειες Ρομά, ήθη και έθιμα Ρομά κ.τ.τ.).
Υπήρξε ποτέ προσπάθεια να προσδιοριστούν με όνομα παραπλήσιο με το δικό τους αλλά σχηματισμένο κατά τα ειωθότα της νέας ελληνικής; Στα όρια του ελληνικού κράτους όχι. Αλλά έχω πέσει σε μια μαρτυρία από τα παλιά, που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Είναι από ένα βιβλίο του Γεωργακά.
«Λαθρορομά» πολύ σπάνια θα μπορούσε να υπάρξει ως έννοια. Θα σήμαινε κάποιον που λαθραία σφετερίζεται την ιδιότητα του Ρομά. (Για να την κάνει τι; Ένας θεός ξέρει). Μάλλον ο συντάκτης του κειμένου είχε κάποια τηλεσκοπική έμπνευση εκείνη τη στιγμή, και συνδύασε δύο απαξιωτικές για τα φρονήματά του ιδιότητες σε μία: λαθρο-μετανάστης + Ρομά > λαθρορομά. Άρα το λαθρο-- χρησιμοποιείται ως πρόθεμα, στα χνάρια των παλιο--, κωλο-- κλπ.
Έστω ότι υπάρχει. Πώς πρέπει να γράφεται; Εννοώ στο μέσο της πρότασης. λαθρορομά ή Λαθρορομά; Μη μου απαντήσετε «λαθρο-Ρομά» και αυξήσουμε κατά μία μονάδα την ποσότητα των σχιζολεκτουμένων της ελληνικής :)
Αλλά γενικότερα: Γιατί Ρομά; Επειδή έτσι αποκαλούν οι ίδιοι τον εαυτό τους; Πολιτικά ορθό, δε λέω, αλλά όλοι θυμόμαστε με ευχέρεια λαούς που ονομάζονται από τον υπόλοιπο κόσμο διαφορετικά απ' ό,τι ονομάζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Δεν εννοώ, προς Θεού, να ξαναγυρίσουμε στα πατροπαράδοτα απαξιωτικά. Απλώς αναρωτιέμαι γιατί «Ρομά» άκλιτο, με όλες τις συνοδεύουσες αγκυλώσεις (όπως λ.χ. η απουσία επιθέτου: οικογένειες Ρομά, ήθη και έθιμα Ρομά κ.τ.τ.).
Υπήρξε ποτέ προσπάθεια να προσδιοριστούν με όνομα παραπλήσιο με το δικό τους αλλά σχηματισμένο κατά τα ειωθότα της νέας ελληνικής; Στα όρια του ελληνικού κράτους όχι. Αλλά έχω πέσει σε μια μαρτυρία από τα παλιά, που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Είναι από ένα βιβλίο του Γεωργακά.
Rom “Gypsy” (in Europe and Armenia)
The Gypsy term Rom for the Gypsies themselves is applied to those Gypsies who have wandered from their home (as Armenian and Caucasian Gypsies use the form Dūm or Lom, both derived from Rom). The Gypsies of Europe still proudly call themselves Rum, while the African and Asiatic Gypsies do not use the name Rom.[1] It seems to me very probable that the name Rom for “Gypsy” is of Greek origin, viz. from Ρωμαίος—Ρωμιός, and that the name derives, according to the exposition of Sinclair,[2] from the Gypsies who used to live either in Asia Minor or in the European part of Byzantium (the Gypsies were about the turn of the 20th century most numerous in European Turkey).[3] However, also Romania—Romanie has yielded English Romany “Gypsy” and as a collective form “the Gypsies”.
(p. 78)
The ethnic Ρωμανίτης perhaps meaning “inhabitant of Asia Minor”, was formed from Ρωμανία; a surname Ρωμανίτης is recorded from Crete.[4] With Ρωμανίτης I would like to connect the name Romniti “Gypsies”, employed for those dwelling outside the walls in Methone in 1384;[5] the language of the European Gypsies is Romani and this has been explained from Romania[6] (better from Romanica?). Romniti “Gypsy” (occurring in 1384) would be from Ρωμανίτης /romanitis/ meaning “Anatolian, Micrasiatic” and then designating specifically “Gypsy from Asia Minor”, since the Gypsies entered Europe from the East.[7] The termination —iti from Gr. —ίτης is mandatory for this connection. One would recall here that English Romany means “Gypsy” and as a collective “the Gypsies” from Romaní.
(p. 70)
1. A. T. Sinclair, “The Word Rom”, Journal of the Gypsy Lore Society, n.s., 3 (1909-10): 33-42.
2. Also G. Soulis, DOP 15 (1961): 143, approves of Sinclair’s interpretation.
3. On the name Romniti “Gypsies” see above, p. 70.
4. Information from the files of the Medieval Archives, Academy of Athens.
5. Viaggio di Leonardo di Niccolò Frescobaldi in Egitto e in Terra Santa (Rome 1818), 72f.
6. A. T. Sinclair, “The Word Rom”, Journal of the Gypsy Lore Society, n.s., 3 (1909-10): 33-42; cf. G. Soulis, DOP 15 (1961): 143, who finds the explanation plausible.
7. Prof. A. Tietze doubts the soundness of the above hypothesis on the ground that Romniti occurs in a single record. Cf. also Rom “Gypsy” (below p. 78).
Demetrius J. Georgacas. The Names for the Asian Minor Peninsula; and a Register of Surviving Anatolian Pre-Turkish Placenames. Heidelberg: Carl Winter, 1971.