Το ρήμα thread, εκτός από «περνάω κλωστή σε βελόνα», σημαίνει και διάφορα άλλα «περάσματα», π.χ. περνώ φιλμ σε κινηματογραφική μηχανή ή περνώ ο ίδιος από στενό ή δύσβατο σημείο:
thread: To pass (through a narrow constriction or around a series of obstacles).
Προφανώς με αυτή την ερμηνεία χρησιμοποιείται και για να περιγράψει την τεχνική με την οποία περνιέται ένας λεπτός σωλήνας μέσα από ένα σύστημα μεγαλύτερων σωλήνων. Στο κείμενό μου περιγράφεται ως εξής:
In the course of threading the tube or probe (called a snake) through the pipe, the wire takes on the shape of the surrounding pipe.
Ξέρει κανείς αν έχουμε ελληνική λέξη για την τεχνική αυτή, ή αν υπάρχει άλλη μετάφραση για το threading εκτός από "περνώ, διέρχομαι" και τα παρόμοια;
thread: To pass (through a narrow constriction or around a series of obstacles).
Προφανώς με αυτή την ερμηνεία χρησιμοποιείται και για να περιγράψει την τεχνική με την οποία περνιέται ένας λεπτός σωλήνας μέσα από ένα σύστημα μεγαλύτερων σωλήνων. Στο κείμενό μου περιγράφεται ως εξής:
In the course of threading the tube or probe (called a snake) through the pipe, the wire takes on the shape of the surrounding pipe.
Ξέρει κανείς αν έχουμε ελληνική λέξη για την τεχνική αυτή, ή αν υπάρχει άλλη μετάφραση για το threading εκτός από "περνώ, διέρχομαι" και τα παρόμοια;