metafrasi banner

threading = ?

Το ρήμα thread, εκτός από «περνάω κλωστή σε βελόνα», σημαίνει και διάφορα άλλα «περάσματα», π.χ. περνώ φιλμ σε κινηματογραφική μηχανή ή περνώ ο ίδιος από στενό ή δύσβατο σημείο:
thread: To pass (through a narrow constriction or around a series of obstacles).
Προφανώς με αυτή την ερμηνεία χρησιμοποιείται και για να περιγράψει την τεχνική με την οποία περνιέται ένας λεπτός σωλήνας μέσα από ένα σύστημα μεγαλύτερων σωλήνων. Στο κείμενό μου περιγράφεται ως εξής:
In the course of threading the tube or probe (called a snake) through the pipe, the wire takes on the shape of the surrounding pipe.
Ξέρει κανείς αν έχουμε ελληνική λέξη για την τεχνική αυτή, ή αν υπάρχει άλλη μετάφραση για το threading εκτός από "περνώ, διέρχομαι" και τα παρόμοια;
 
Υποπτεύομαι ότι αυτή είναι η άλλη έννοια του threading, η κατασκευή σπειρώματος (ή κοχλιοτόμηση ή ελικοτόμηση).
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν έχω καλές λέξεις για τη διαδρομή της ατσαλίνας ή σωλήνων ή σπιράλ μέσα σε σωλήνες. Εμείς την οδηγούμε, την κατευθύνουμε, αυτή ελίσσεται, οδεύει. Δες την όδευση καλωδίων.

Τα άλλα (κατασκευή σπειρώματος, κοχλιοτόμηση, ελικοτόμηση), Cadmian, είναι όταν φτιάχνουμε τις στροφές μιας βίδας κ.λπ. με εργαλείο.
 
Η όδευση είναι πολύ κοντά σ' αυτό που ψάχνω αλλά νομίζω ότι αφορά μάλλον σε κατάσταση παρά σε ενέργεια, είναι δηλαδή πιο κοντά στο routing παρά στο threading. Θα το βάλω αν δεν βρούμε κάτι άλλο (ευτυχώς έχω αρκετό χρόνο...).
 
Η όδευση είναι πολύ κοντά σ' αυτό που ψάχνω αλλά νομίζω ότι αφορά μάλλον σε κατάσταση παρά σε ενέργεια, είναι δηλαδή πιο κοντά στο routing παρά στο threading. Θα το βάλω αν δεν βρούμε κάτι άλλο (ευτυχώς έχω αρκετό χρόνο...).

Χμμ... εμένα πάλι το routing μού δείχνει την κατάσταση, δηλαδή την καλωδίωση (γι' αυτό και cable routing system και cable routing layout), ενώ το threading μού δείχνει την όδευση. Όσο για τον τελευταίο όρο, επιβεβαιώνω (και ο μπαμπάς ηλεκτρολόγος και ο αδερφός ηλεκτρολόγος -πού είναι αυτό το ανέκδοτο για τα φόρουμ που λέει ότι θα βρεθούν δέκα να πουν ότι έτσι το λένε οι επαγγελματίες; :p :p :p) ότι χρησιμοποιείται για τη διέλευση των καλωδίων.
 

pontios

Well-known member
Η διασωλήνωση ίσως θα μπορούσε να ταιριάξει εδώ, άλλα βλέπω ότι χρησιμοποιείται κυρίως ως ιατρικός όρος.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Δεν δίνει λύση στον προβληματισμό του νήματος, αλλά καλό είναι να ξέρουμε (στο πίσω μέρος κλπ κλπ) ότι υπάρχει επίσης η διασωλήνωση φραγμάτων που δεν είναι το πέρασμα σωληνώσεων στα φράγματα αλλά η διαδικασία κατά την οποία δημιουργείται αστοχία από άνοιγμα στο σώμα του φράγματος.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Δεν βλέπω να χρησιμοποιείται, αλλά κάπου θα ταίριαζε το προχώρημα. Δεν μπορεί, κάπου θα ταιριάζει. Κάπου.
 
Όσο για τον τελευταίο όρο, επιβεβαιώνω (και ο μπαμπάς ηλεκτρολόγος και ο αδερφός ηλεκτρολόγος -πού είναι αυτό το ανέκδοτο για τα φόρουμ που λέει ότι θα βρεθούν δέκα να πουν ότι έτσι το λένε οι επαγγελματίες; :p :p :p) ότι χρησιμοποιείται για τη διέλευση των καλωδίων.

:-D :-D :-D
Για την όδευση: μπορεί να έχει και τις δύο έννοιες (γιατί βλέπω παραδείγματα χρήσης όπως εδώ και εδώ, όπου μιλούν για νέες καλωδιώσεις/σωληνώσεις). Γι' αυτό σκέφτομαι να το κρατήσω, αλλά αυτό που ψάχνω είναι ακριβώς αυτό που λέει ο nickel παραπάνω, με την ατσαλίνα.
 

daeman

Administrator
Staff member
+1 για την ενέργεια της όδευσης, από σχετικούς με το θέμα.

Παρέμπ, το εργαλείο της κοχλιοτόμησης λέγεται βιδολόγος - με άλλες δύο σημασίες: το κατσαβίδι που ανεβοκατεβάζεις το στέλεχος αντί να στρίβεις, όπως εκείνο στη φωτό του βικιλεξικού (archimedean screwdriver ή spiral ratchet screwdriver) ή γενικά τα κατσαβίδια παλιότερα - ή φιλιέρα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ναι, ναι, να τα πούμε κι αυτά. Το λεξικό του Πάπυρου έχει κάποια σύγχυση σχετικά με τους παλιότερους όρους:

κοχλιοτόμος και κοχλιοτομέας, ο· εργαλείο που διανοίγει εξωτερικά σπειρώματα, συνήθως ακριβείας, ελικοτόμος.

ελικοτόμος ο· εργαλείο που διανοίγει εσωτερικά σπειρώματα, ο βιδολόγος.


Στα νεότερα λεξικά, ο σπειροτόμος χαράζει τα εσωτερικά σπειρώματα, ο βιδολόγος (κν. φιλιέρα) τα εξωτερικά.

σπειροτόμος ο [spirotómos] Ο18 : (λόγ., τεχν.) εργαλείο με το οποίο ανοίγουμε (χαράζουμε) εσωτερικά σπειρώματα· κολαούζο. (ΛΚΝ)

σπειροτόμος (ο) ΤΕΧΝΟΛ. κοπτικό εργαλείο με τρία ή τέσσερα αυλάκια στο σώμα του, που διαμορφώνουν σειρές δοντιών και το οποίο χρησιμοποιείται για σπειροτομήσεις εσωτερικού σπειρώματος ΣΥΝ. (λαϊκ.) κολαούζο· πβ. λ. βιδολόγος. (ΛΝΕΓ)


βιδολόγος (ο) 1. ΤΕΧΝΟΛ. κοπτικό εργαλείο με πολλές κόψεις, με το οποίο δημιουργούμε (κόβουμε) εξωτερικά σπειρώματα 2. (γενικά) εργαλείο κατάλληλο για το σφίξιμο ή το χαλάρωμα των βιδών το κατσαβίδι ΣΥΝ. βιδωτήρι, (λόγ.) κοχλιοστρόφιο.
 

daeman

Administrator
Staff member
Δεν ξέρω γιατί τα μπέρδεψε ο Πάπυρος, τα χέρια μου θυμούνται όμως ότι πριν από 30+ χρόνια το παρόν τσιράκι με βιδολόγο έφτιαχνε όλα τα εξωτερικά σπειρώματα των σωληνώσεων, κατά την εγκατάσταση ελαιοτριβείου.

Ο κολαούζος από το τουρκικό kilavuz (οδηγός), και ο κολαουζιέρης ο απαραίτητος άλλοτε βοηθός, οδηγός και πολλές φορές σωτήρας του δύτη με σκάφανδρο.
 
Top