Υποθέτω, Palavra, με πλήρη δημοκρατία: όταν υπεύθυνος μπορεί να είναι ο καθένας και η καθεμιά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο προνόμιο, και όταν η συνέλευση/συμβούλιο των παραγωγών (σ' αυτή την περίπτωση) μπορεί να ανακαλεί τους υπεύθυνους ανά πάσα στιγμή αν δεν ανταποκρίνονται στα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί.
Η πείρα της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας φανερώνει ότι η απόλυτη ανακλητότητα οδηγεί σε τυραννία της συνέλευσης, η οποία συνέλευση με τη σειρά της μπορεί άνετα να χειραγωγείται από καπάτσους δημαγωγούς. Σε πολύ απλά ζητήματα μπορεί να είναι εύκολο να κριθεί αν ο αιρετός εκπρόσωπος ανταποκρίθηκε ή δεν ανταποκρίθηκε στα καθήκοντα (καλύτερα: στην εντολή) που του δόθηκε. Αλλά σε σύνθετα προβλήματα αυτό είναι αδύνατο. Πώς μπορείς να λειτουργήσεις σε θέματα π.χ. πολέμου με τέτοιες δεσμεύσεις, όταν πρέπει να πάρεις ζωτικές αποφάσεις επιτόπου; Γνωρίζουμε πως έτσι ξεκίνησαν να κάνουν οι μπολσεβίκοι με το στρατό, και ταχύτατα είδαν πως αυτό οδηγούσε σε διάλυση και αποφάσισαν να αποκαταστήσουν την ιεραρχία και τους βαθμούς. Όταν στο πιο νευραλγικό θέμα εξουσίας όπως είναι ο στρατός δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτό, η διαρκής ανακλητότητα χάνει τις μυθικές της διαστάσεις της πανάκειας, παύει να είναι η θεραπεία πάσης νόσου. Επίσης, υπάρχουν εγχειρήματα που αποδεικνύονται πετυχημένα στο τέλος της προσπάθειας, ενώ στο μεσοδιάστημα μπορεί να δίνουν την εντύπωση ότι οδηγούν σε αποτυχία. Αν αυτός που τα επιχειρεί δεν έχει το περιθώριο χρόνου, λόγω της δαμόκλειας σπάθης της ανακλητότητας, δεν θα μπορεί καν να ξεκινήσει ένα τέτοιο εγχείρημα, ίσως ακόμα λιγότερο και απ' ό,τι στις αστικές δημοκρατίες με τον τετράχρονο ή πεντάχρονο εκλογικό τους κύκλο.
Άρα η ανακλητότητα σαφώς αποτελεί γνήσια δημοκρατία, μόνο που η γνήσια δημοκρατία δεν εγγυάται τίποτα. Η δε διαφορά περιεχομένου μεταξύ πολιτικής μόνο και (υποθετικής) κοινωνικοπολιτικής δημοκρατίας δεν φαίνεται, υπό το φως της λογικής σκέψης (γιατί μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε), να αλλάζει κάτι στο θέμα αυτό.
Η εικόνα ενός πληθυσμού που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συμμετέχει σε συνελεύσεις είναι εξωπραγματική. Ο περισσότερος κόσμος αντιλαμβάνεται την πολιτική και τη συμμετοχή στα κοινά ως μέσο, όχι ως αυτοσκοπό της ζωής του. Μοιραία λοιπόν, μετά τις πρώτες κάψες, μένουν στις συνελεύσεις οι λίγοι ενδιαφερόμενοι, είτε επειδή το αστέρι τους είναι να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τα κοινά είτε επειδή ελπίζουν κυρίως αρριβιστικά να ανέβουν στην ιεραρχία είτε και τα δύο. Σιγά-σιγά δημιουργείται μια δομή, και η δομή αυτή έχει τη δική της λογική αυτοδιαιώνισης.
Η δομή ποια θα είναι; Θα είναι η ρωσική, όπου οι συνελεύσεις βάσης εξέλεγαν αντιπροσώπους, και αυτοί οι αντιπρόσωποι εξέλεγαν άλλους αντιπροσώπους κοκ., ώστε τελικά η κορυφή αποτελούνταν από ανθρώπους που είχαν εκλεγεί από το αμέσως κατώτερο επίπεδο; ή, προκειμένου για τις κορυφές του κράτους, θα είναι του μοντέλου της απευθείας εκλογής από το λαό, όπως σήμερα για το κοινοβούλιο και τον πρόεδρο μιας αστικής δημοκρατίας; Αν είναι το πρώτο, δεν νοθεύεται η αντιπροσωπευτικότητα; Αν είναι το δεύτερο, πώς μπορούμε να φανταστούμε τη διαρκή ανακλητότητα π.χ. του προέδρου του κράτους ή της βουλής του κράτους από τη βάση, δηλ. από το σύνολο του πληθυσμού;
Πιο πολύ βλέπω λύση (μερική λύση πάντα) στη σαφήνεια, αυστηρότητα και ίδια για όλους, χωρίς εξαιρέσεις και ασυλίες εφαρμογή των νόμων, παρά στη διαρκή ανακλητότητα από συνελεύσεις που βγάζουν ψηφίσματα.
Εν πάση περιπτώσει, συμβουλιακή δημοκρατία και λενιστική θεωρία του κόμματος της πρωτοπορίας αλληλοαποκλείονται. Το φλερτ τους ήταν καθαρά δημαγωγικό (από τη μεριά του Λένιν) και κράτησε μόλις 4-5 μήνες, όσο δηλαδή οι μπολσεβίκοι κέρδισαν συγκυριακά την πλειοψηφία σε πολλά σοβιέτ, και ως τη στιγμή που το μπολσεβίκικο κόμμα πήρε την εξουσία. Ακολούθησαν 70 χρόνια... Άρα, ή το ένα ή το άλλο· και τα δυο δεν γίνεται.