Απεξαρτηθείτε!

nickel

Administrator
Staff member
Νομίζω ότι η [eksártisi] είναι το μοναδικό ουσιαστικό που κυκλοφορεί με τρεις διαφορετικές ουρές. Από το ρήμα εξαρτώ (=κρεμώ κάτι από κάπου) έχουμε την εξάρτηση, που είναι το πιο συνηθισμένο από τα τρία ουσιαστικά. Αν υπάρχει μπέρδεμα, γίνεται συνήθως με την εξάρτιση, από το άρτιος > εξαρτίζω «εξοπλίζω, εφοδιάζω». Μου άρεσε το παιχνίδι των λέξεων στον ορισμό του ΛΚΝ: «εξάρτιση η : το σύνολο των εξαρτημάτων, ιδίως των πανιών και των σχοινιών, ενός ιστιοφόρου πλοίου». Ορθογραφικά ταλαιπωρείται και η εξάρτυση των στρατιωτών, από αρχαίο εξαρτύω, που επίσης σημαίνει «προετοιμάζω, εφοδιάζω», και πιο πίσω έχει το αρτύνω (αρταίνω) που έδωσε το άρτυμα.

Ρεζουμέ:
εξάρτηση : του παιδιού από τους γονείς, της χώρας από τα δανεικά, της ανάπτυξης από [προσπαθούμε να το βρούμε αυτό], του ναρκομανούς από το ναρκωτικό του.
εξάρτιση : εξοπλισμός πλοίου. Λέγεται και εξαρτισμός.
εξάρτυση : εξαρτήματα φαντάρου ή δύτη. Δεν λέγεται και *εξαρτυσμός.

Γρήγορες αποδόσεις στα αγγλικά:
εξάρτηση = dependence | addiction
εξάρτιση, εξαρτισμός = rigging, outfitting
εξάρτυση = soldier’s kit | diving gear


Ενδιαφέρον έχουν και τα παράγωγα τού εξαρτώ:

εξαρτώ, εξάρτηση, εξάρτημα
ανεξάρτητος, ανεξαρτησία, ανεξαρτητοποιούμαι, ανεξαρτητοποίηση
απεξάρτηση, απεξαρτώμαι
(στο ΛΚΝ)
αλληλεξαρτώ, αλληλεξάρτηση

Η εξαρτηματίτιδα είναι η φλεγμονή των εξαρτημάτων της μήτρας (adnexa uteri, adnexa of uterus, uterine appendages). Αποδίδει το αγγλικό adnexitis (inflammation of the adnexa), όχι το appendicitis, όπως αναφέρει η δική μου έκδοση του ΛΝΕΓ.

Να σκοτώσουμε, τέλος, και δύο παράγωγα που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, την *απεξαρτητοποίηση και την *απεξαρτοποίηση. Το πρώτο δίνει μερικές εκατοντάδες ευρήματα με ουσιαστικό και ρήμα (π.χ. *απεξαρτητοποιηθεί), που θα έπρεπε να είναι απεξάρτηση και απεξαρτηθεί και απεξαρτημένα άτομα. (Θα έπρεπε να υπάρχει *απεξάρτητος για να φτιάξουμε τέτοια τερατάκια.)
 
Πάντως με τρεις ουρές κυκλοφορεί και η σύγκλιση/σύγκληση, διότι υπάρχει και η σύγκλειση των οδοντιάτρων. Αν μάλιστα το τραβήξουμε λιγάκι από τα μαλλιά μπορεί να βρούμε και καμιά σύγκλυση (υπάρχει συγκλυσμός).
 

nickel

Administrator
Staff member
Αν δεν κάνω λάθος η εξάρτιση είναι outfitting, ενώ rigging είναι η εξαρτία.

Κακώς δεν έβαλα εκεί και την εξαρτία και τα ξάρτια, αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να τα ξεμπερδέψει ως προς την εγκυρότερη σημερινή χρήση τους.

Πάντως με τρεις ουρές κυκλοφορεί και η σύγκλιση/σύγκληση, διότι υπάρχει και η σύγκλειση των οδοντιάτρων. Αν μάλιστα το τραβήξουμε λιγάκι από τα μαλλιά μπορεί να βρούμε και καμιά σύγκλυση (υπάρχει συγκλυσμός).

Εμ, βέβαια, ο τρικέφαλος κέρβερος είναι ο αρμοδιότερος για να μας βρει τα τέρατα με τις τρεις ουρές.
:)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Κακώς δεν έβαλα εκεί και την εξαρτία και τα ξάρτια, αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να τα ξεμπερδέψει ως προς την εγκυρότερη σημερινή χρήση τους.
Μα αφού τα rigging και oufitting δεν είναι ακριβή συνώνυμα στα αγγλικά, γιατί να είναι στα ελληνικά;

Εμ, βέβαια, ο τρικέφαλος κέρβερος είναι ο αρμοδιότερος για να μας βρει τα τέρατα με τις τρεις ουρές.
Έχει κάνει ολάκερη διατριβή σχετικά: http://sarantakos.wordpress.com/2011/03/10/omoiha/.
 

nickel

Administrator
Staff member
Μα αφού τα rigging και oufitting δεν είναι ακριβή συνώνυμα στα αγγλικά, γιατί να είναι στα ελληνικά;
Μα δεν είναι φανερό ότι τα έριξα χύμα επειδή δεν είχα το χρόνο να τα ξεχωρίσω; Η ελάχιστη έρευνα που έκανα στο διαδίκτυο μού έδειξε ότι χρησιμοποιούνται και οι δύο λέξεις και έτσι και αλλιώς.
 

UsualSuspect

New member
Από τον Δημητράκο: τα rigging φαίνεται ότι είναι πιο κοντά στα ξάρτια (ουδ. το εξάρτιον - τα εξάρτια) που παραπέμπουν σε ιστιοφόρα πλοία. Το outfitting είναι μάλλον ο εξαρτισμός ή η εξαρτία (θηλ) που έχουν την ίδια σημασία.

 

Attachments

  • εξαρτία.jpg
    εξαρτία.jpg
    96.9 KB · Views: 767

Zazula

Administrator
Staff member
Έχω την αίσθηση ότι ο Δημητράκος απλώς αποτυπώνει μια σύγχυση ανάμεσα στους δύο όρους. Κανονικά το outfitting - εξάρτιση / εξαρτισμός είναι υπερώνυμο του rigging - εξαρτία (που έχει εφαρμογή αποκλειστικά σε ιστιοφόρα). Αντιγράφω από το Αγγλοελληνικό Λεξικό Ναυτικών Όρων (υπό Κωνστ. Δ. Καμαρινού, Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας 1948):
  • outfit εξαρτισμός, εξοπλισμός πλοίου διά πλουν ή δι' ωρισμένον χρονικόν διάστημα (εξάρτια, ιστοί, ιστία, εφόδια, άνθρακες, τρόφιμα κ.τ.λ.) ǁ ιματισμός και λοιπά εφόδια ναύτου ǁ εξαρτίζω, εφοδιάζω πλοίον
  • rigging
  • εξαρτία πλοίου (ιστοί, κεραίαι και σχοινία), κν. αρματωσιά (επίσης: masts and rigging).
  • εξαρτία = τα εξάρτια, κν. κρεμάμενα, και η επιχειρία ή αγόμενα, κν. σερνάμενα (βλ. standing-rigging και running-rigging).
  • τοπείον, κν. αρματωσιά (το σύνολον των συσπάστων, σχοινίων κ.λπ. ιστού επιστηλίου ή κεραίας)
  • επίτονοι, κν. ξάρτια (βλ. κ. shrouds)
 

nickel

Administrator
Staff member
Και ο Κουρμπέλης (έκδ. 5η, 1970) δίνει «εξοπλισμός, εξαρτισμός» για το outfit, αλλά το outfitting είναι η ενέργεια / η διαδικασία, και γι' αυτήν έχει «αι επί του πλοίου εργασίαι μετά την καθέλκυσίν του εκ της δεξαμενής του ναυπηγείου, εξοπλισμός πλοίου». Με ενδιαφέρει όμως να δω τι χρησιμοποιείται σήμερα και αν επιχειρείται διαφοροποίηση ανάμεσα στον εξοπλισμό ως σύνολο αντικειμένων και ως διαδικασία εφοδιασμού.
 

nickel

Administrator
Staff member
Η ανακοίνωση του ΚΚΕ γράφει:

Τα χθεσινά γεγονότα στην Κόρινθο και άλλα που προηγήθηκαν σε διάφορες πόλεις, όπου οι τραμπούκοι της «Χρυσής Αυγής» με στρατιωτική εξάρτυση επιδόθηκαν σε άγριες επιθέσεις και ξυλοδαρμούς μεταναστών, δίχως κανείς να συλληφθεί, επιβεβαιώνουν ότι η «Χρυσή Αυγή» αποτελεί τον πιο λυσσασμένο μηχανισμό του συστήματος, ο οποίος προετοιμάζεται συστηματικά, έχοντας τελικό στόχο το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος.

Στο Mega η εξάρτυση έγινε εξάρτηση. Να δείτε που κάποιος νόμιζε ότι ήταν λάθος και το διόρθωσε.

(Όχι, δεν θα σχολιάσω το περιεχόμενο της ανακοίνωσης...)
 
Top