Νομίζω ότι η [eksártisi] είναι το μοναδικό ουσιαστικό που κυκλοφορεί με τρεις διαφορετικές ουρές. Από το ρήμα εξαρτώ (=κρεμώ κάτι από κάπου) έχουμε την εξάρτηση, που είναι το πιο συνηθισμένο από τα τρία ουσιαστικά. Αν υπάρχει μπέρδεμα, γίνεται συνήθως με την εξάρτιση, από το άρτιος > εξαρτίζω «εξοπλίζω, εφοδιάζω». Μου άρεσε το παιχνίδι των λέξεων στον ορισμό του ΛΚΝ: «εξάρτιση η : το σύνολο των εξαρτημάτων, ιδίως των πανιών και των σχοινιών, ενός ιστιοφόρου πλοίου». Ορθογραφικά ταλαιπωρείται και η εξάρτυση των στρατιωτών, από αρχαίο εξαρτύω, που επίσης σημαίνει «προετοιμάζω, εφοδιάζω», και πιο πίσω έχει το αρτύνω (αρταίνω) που έδωσε το άρτυμα.
Ρεζουμέ:
εξάρτηση : του παιδιού από τους γονείς, της χώρας από τα δανεικά, της ανάπτυξης από [προσπαθούμε να το βρούμε αυτό], του ναρκομανούς από το ναρκωτικό του.
εξάρτιση : εξοπλισμός πλοίου. Λέγεται και εξαρτισμός.
εξάρτυση : εξαρτήματα φαντάρου ή δύτη. Δεν λέγεται και *εξαρτυσμός.
Γρήγορες αποδόσεις στα αγγλικά:
εξάρτηση = dependence | addiction
εξάρτιση, εξαρτισμός = rigging, outfitting
εξάρτυση = soldier’s kit | diving gear
Ενδιαφέρον έχουν και τα παράγωγα τού εξαρτώ:
εξαρτώ, εξάρτηση, εξάρτημα
ανεξάρτητος, ανεξαρτησία, ανεξαρτητοποιούμαι, ανεξαρτητοποίηση
απεξάρτηση, απεξαρτώμαι (στο ΛΚΝ)
αλληλεξαρτώ, αλληλεξάρτηση
Η εξαρτηματίτιδα είναι η φλεγμονή των εξαρτημάτων της μήτρας (adnexa uteri, adnexa of uterus, uterine appendages). Αποδίδει το αγγλικό adnexitis (inflammation of the adnexa), όχι το appendicitis, όπως αναφέρει η δική μου έκδοση του ΛΝΕΓ.
Να σκοτώσουμε, τέλος, και δύο παράγωγα που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, την *απεξαρτητοποίηση και την *απεξαρτοποίηση. Το πρώτο δίνει μερικές εκατοντάδες ευρήματα με ουσιαστικό και ρήμα (π.χ. *απεξαρτητοποιηθεί), που θα έπρεπε να είναι απεξάρτηση και απεξαρτηθεί και απεξαρτημένα άτομα. (Θα έπρεπε να υπάρχει *απεξάρτητος για να φτιάξουμε τέτοια τερατάκια.)
Ρεζουμέ:
εξάρτηση : του παιδιού από τους γονείς, της χώρας από τα δανεικά, της ανάπτυξης από [προσπαθούμε να το βρούμε αυτό], του ναρκομανούς από το ναρκωτικό του.
εξάρτιση : εξοπλισμός πλοίου. Λέγεται και εξαρτισμός.
εξάρτυση : εξαρτήματα φαντάρου ή δύτη. Δεν λέγεται και *εξαρτυσμός.
Γρήγορες αποδόσεις στα αγγλικά:
εξάρτηση = dependence | addiction
εξάρτιση, εξαρτισμός = rigging, outfitting
εξάρτυση = soldier’s kit | diving gear
Ενδιαφέρον έχουν και τα παράγωγα τού εξαρτώ:
εξαρτώ, εξάρτηση, εξάρτημα
ανεξάρτητος, ανεξαρτησία, ανεξαρτητοποιούμαι, ανεξαρτητοποίηση
απεξάρτηση, απεξαρτώμαι (στο ΛΚΝ)
αλληλεξαρτώ, αλληλεξάρτηση
Η εξαρτηματίτιδα είναι η φλεγμονή των εξαρτημάτων της μήτρας (adnexa uteri, adnexa of uterus, uterine appendages). Αποδίδει το αγγλικό adnexitis (inflammation of the adnexa), όχι το appendicitis, όπως αναφέρει η δική μου έκδοση του ΛΝΕΓ.
Να σκοτώσουμε, τέλος, και δύο παράγωγα που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, την *απεξαρτητοποίηση και την *απεξαρτοποίηση. Το πρώτο δίνει μερικές εκατοντάδες ευρήματα με ουσιαστικό και ρήμα (π.χ. *απεξαρτητοποιηθεί), που θα έπρεπε να είναι απεξάρτηση και απεξαρτηθεί και απεξαρτημένα άτομα. (Θα έπρεπε να υπάρχει *απεξάρτητος για να φτιάξουμε τέτοια τερατάκια.)