Costas
¥
Υπάρχει ένα νήμα με μια συζήτηση για το συγγενικό self-righteous. Εγώ έχω ένα moral righteousness και λίγο παρακάτω ένα language of right· τα δύο συνδέονται.
Αν το πεις δικαίωση, πέφτεις στο justification. Αν το πεις δικαιότητα (όχι στο ΛΚΝ), πέφτεις, απ' ό,τι κατάλαβα, στην απόδοση του equity. Αν το πεις "το δίκαιο", ως έναρθρο επίθετο με σημασία ουσιαστικού, πέφτεις στο the law (αυτό ισχύει και για το language of the right). Αν αποδώσεις αλλιώς το righteousness και αλλιώς το right, αποσυνδέεις τα δύο. Θα μπορούσες να το πεις και αρετή (γουγλεύρηκα και τρία 'εναρετότητα'), ορθότητα...
Αλλά και το righteous δεν πάει πίσω. Αν δεν κάνω λάθος, το righteous ιστορικά είναι απόδοση του ελληνικού "δίκαιος-οι". Ωστόσο το δίκαιος πρέπει τώρα να καλύψει και το just, fair, equitable.
Η Magenta μου δίνει: ενάρετος, ηθικός: righteous indignation ιερή αγανάκτηση # δίκαιος, εύλογος: righteous anger εύλογη οργή # (υποτιμητικά:) υποκριτικός, ψευδευλαβής, κν. ιησουίτικος: I can't stand his righteous attitude δεν υποφέρω την ιησουίτικη στάση του
Ο Οδυσσέας δίνει: righteous: 1. δίκαιος, ενάρετος, τίμιος (The righteous and the wicked, οι δίκαιοι και οι άδικοι, οι καλοί και οι κακοί). 2. δίκαιος, δικαιολογημένος (righteous anger, δίκαιος-δικαιολογημένος θυμός). -ly: δικαίως, δίκαια, τίμια. righteousness: 1. ευθύτης, δικαιοσύνη, τιμιότης, ορθότης (righteousness of conduct έντιμος συμπεριφορά). Θεολ: The righteousness of Christ η δικαιοσύνη, η αγαθότης, η παναγαθία, του Χριστού. 2. ορθότης (αποφάσεως κλπ.)
Δεν ήξερα τις παρακάτω σημασίες:
US informal, chiefly black English very good; excellent: righteous eggs, man!
correctly so called; genuine: he is righteous trash
Υ.Γ. Να προσθέσω και το επίθετο σωστός, που και αντιστοιχεί στο right(-eous) με τις δύο σημασίες του (ορθός και δίκαιος) και έχει μια θεολογική προέλευση (σωσμένος). Ωστόσο δεν έχει ουσιαστικό αντίστοιχο του righteousness.
Αν το πεις δικαίωση, πέφτεις στο justification. Αν το πεις δικαιότητα (όχι στο ΛΚΝ), πέφτεις, απ' ό,τι κατάλαβα, στην απόδοση του equity. Αν το πεις "το δίκαιο", ως έναρθρο επίθετο με σημασία ουσιαστικού, πέφτεις στο the law (αυτό ισχύει και για το language of the right). Αν αποδώσεις αλλιώς το righteousness και αλλιώς το right, αποσυνδέεις τα δύο. Θα μπορούσες να το πεις και αρετή (γουγλεύρηκα και τρία 'εναρετότητα'), ορθότητα...
Αλλά και το righteous δεν πάει πίσω. Αν δεν κάνω λάθος, το righteous ιστορικά είναι απόδοση του ελληνικού "δίκαιος-οι". Ωστόσο το δίκαιος πρέπει τώρα να καλύψει και το just, fair, equitable.
Η Magenta μου δίνει: ενάρετος, ηθικός: righteous indignation ιερή αγανάκτηση # δίκαιος, εύλογος: righteous anger εύλογη οργή # (υποτιμητικά:) υποκριτικός, ψευδευλαβής, κν. ιησουίτικος: I can't stand his righteous attitude δεν υποφέρω την ιησουίτικη στάση του
Ο Οδυσσέας δίνει: righteous: 1. δίκαιος, ενάρετος, τίμιος (The righteous and the wicked, οι δίκαιοι και οι άδικοι, οι καλοί και οι κακοί). 2. δίκαιος, δικαιολογημένος (righteous anger, δίκαιος-δικαιολογημένος θυμός). -ly: δικαίως, δίκαια, τίμια. righteousness: 1. ευθύτης, δικαιοσύνη, τιμιότης, ορθότης (righteousness of conduct έντιμος συμπεριφορά). Θεολ: The righteousness of Christ η δικαιοσύνη, η αγαθότης, η παναγαθία, του Χριστού. 2. ορθότης (αποφάσεως κλπ.)
Δεν ήξερα τις παρακάτω σημασίες:
US informal, chiefly black English very good; excellent: righteous eggs, man!
correctly so called; genuine: he is righteous trash
Υ.Γ. Να προσθέσω και το επίθετο σωστός, που και αντιστοιχεί στο right(-eous) με τις δύο σημασίες του (ορθός και δίκαιος) και έχει μια θεολογική προέλευση (σωσμένος). Ωστόσο δεν έχει ουσιαστικό αντίστοιχο του righteousness.