[...]
Στρατούς από του 1832 μέχρι του 1843 η Ελλάς έσχε δύο ειδών, τον καθαρώς βαυαρικόν στρατόν, τον οποίον ανέλαβεν ο Λουδοβίκος να στείλη εις Ελλάδα, και τον μετέπειτα οργανωθέντα και κληθέντα Ελληνικόν. Ο πρώτος εκ 3,500 ανδρών συγκείμενος ήκιστα χρήσιμος εδείχθη, και εκτός των δαπανών της συντηρήσεως εστοίχισε και ουκ ολίγα διά κάθοδον εις Ελλάδα και επιστροφήν εις Βαυαρίαν, απορροφήσας εν συνόλω 4,748,000 δρ.. Μετά δε την αναχώρησίν του υπήρξε προς στιγμήν ελπίς σημαντικής βελτιώσεως της καταστάσεως, αποφασισθείσης της συγκροτήσεως στρατού εξ Ελλήνων απαρτιζομένου, ου την διοργάνωσιν έμελλον ν' αναλάβωσι Βαυαροί.
Δυστυχώς οι Βαυαροί, αντί να προσληφθώσι διά την διοργάνωσιν του στρατού, εκλήθησαν διά τον καταρτισμόν αυτού, και εν χώρα όπου δεν έλειπον βεβαίως οι στρατεύσιμοι άνδρες, επί στρατού 8,205 ανδρών, οίος ήτο ο ελληνικός κατά το θέρος του 1835, άπαντες σχεδόν οι 5,142 τακτικοί ήσαν Βαυαροί.
[...]
Αλλά δεν αρκεί τούτο, ο κατ' ουσίαν και πάλιν βαυαρικός στρατός υπέρ το δέον πολυάριθμος ήτο και υπέρ το δέον δαπανηρός. Οι Βαυαροί εθελονταί ελάμβανον 25 λεπτά την ημέραν, και οι Βαυαροί αξιωματικοί, οίτινες, κατά τον Finlay τουλάχιστον, ούτε πείραν ούτε ικανότητα είχον, προεβιβάζοντο αιφνιδίως εις τα ανώτατα αξιώματα.
Από: Ανδρέα Μιχ. Ανδρεάδου,
Ιστορία των εθνικών δανείων, Αθήνα 1904
Επομένως, νομίζω ότι λύνεται οριστικά και αυτή η απορία. 25 λεπτά την ημέρα (ποσό όχι ευκαταφρόνητο) και Βαυαροί, μείγμα αρκετό για να περάσει υποτιμητικά στη γλώσσα ο χαρακτηρισμός «εικοσιπεντάρης».