Άλλη μια λέξη που την ξέρει και τηνε λέει όλος ο κόσμος, κι όμως δεν την έχουν τα λεξικά, είναι το πιγκάλ. Η ύπαρξη αυτής της λέξης στην ελληνική γλώσσα, μας προσφέρει τη μοναδική ευελιξία να διακρίνουμε το σκέτο βουρτσάκι τής τουαλέτας (αγγλιστί toilet brush) από το πλήρες σετ που περιλαμβάνει και το holder (ή ενίοτε tube) όπου αναπαύεται το προαναφερθέν βουρτσάκι όταν δεν χρησιμοποιείται. Μόνον αυτό το τελευταίο καλείται πιγκάλ (το πλήρες σετ, δηλαδή). Αυτή η πολυτέλεια για λεπτή διάκριση μεταξύ των εννοιών βλέπω στη βικιπαίδεια πως απουσιάζει από άλλες γλώσσες: http://en.wikipedia.org/wiki/Toilet_brush.
Γνωρίζει κανείς λοιπόν την ετυμολογία τού πιγκάλ; Προσωπικά πιθανολογώ πως ίσως και να πρόκειται για κάποια φίρμα που πρωτόφερε τα συγκεκριμένα αντικείμενα στην ελληνική αγορά, αλλά δεν βρήκα σχετικές πηγές ή αναφορές. Άσχετο μπόνους:
Γνωρίζει κανείς λοιπόν την ετυμολογία τού πιγκάλ; Προσωπικά πιθανολογώ πως ίσως και να πρόκειται για κάποια φίρμα που πρωτόφερε τα συγκεκριμένα αντικείμενα στην ελληνική αγορά, αλλά δεν βρήκα σχετικές πηγές ή αναφορές. Άσχετο μπόνους: