Αξιοποιώ σχόλιο (με υπογραφή Hellegennes Alexandrine) στο σημερινό νήμα-πόνημα του Σαραντάκου:
http://sarantakos.wordpress.com/2011/08/23/mpelles/#comment-78748
Ελάχιστες παρατηρήσεις:
Τα μισά συνώνυμα τού γαμάει μού είναι άγνωστα.
«...βρίσκεται πάρα πολύ καιρό σε κυκλοφορία -αρκετό για να υπάρχει στα λεξικά-»: Η διατύπωση είναι δίσημη. Ας μη νομιστεί ότι το γαμάτος έχει περάσει στα λεξικά.
Είναι παράγωγο του «γαμάω», βέβαια, όχι του αρχαίου «γαμέω».
Και το καίριο ερώτημα: Αντιστοιχεί στο wicked; Μήπως είναι λίγο πιο έντονο, ακριβώς λόγω της σχέσης με το γαμάω; Μήπως αντιστοιχεί περισσότερο στο fucking good;
Πάντως, ακόμα κι αν δεν ταιριάζει στον καθωσπρεπισμό μας, ο Hellegennes έχει καταθέσει αρκετά συνώνυμα.
Ιδού και ένα σχόλιο του Κουίνιον (20/11/2010) για το wicked:
Γαμάτο!
http://sarantakos.wordpress.com/2011/08/23/mpelles/#comment-78748
Το γαμάτο δεν είναι υπερθετικός βαθμός του “καλός”. Θα τολμήσω να πω ότι είναι η σωστή μετάφραση του αγγλικού “wicked”, που μεταξύ άλλων σημαίνει τρομερό, φοβερό, απίστευτο, μοναδικό, πέρα από κάθε προσδοκία, που κάνει όλα τα άλλα υποδεέστερα (κατατροπώνει), ξεχωριστό, εντυπωσιακό.
Πολύ, πολύ σπάνια δηλώνει “καλύτερο όλων”. Η συνηθέστερη χρήση του είναι ως πολύ καλό/εντυπωσιακό/ξεχωριστό ή αξιοπρόσεκτο. Στην ουσία είναι το επίθετο του “γαμάω”, με την μεταφορική του έννοια (η νέα πόρσε καρέρα 991 γαμάει = είναι γαμάτη).
Συνώνυμα του “γαμάει” είναι τα: δίνει, τελικιάζει (ιδίως για μηχανοκίνηση), σπέρνει, τον δίνει, τα σπάει.
Προσωπικά, δεν νομίζω ότι θα ξεχαστεί γρήγορα. Δεν είναι κάποια εφήμερη λέξη, βρίσκεται πάρα πολύ καιρό σε κυκλοφορία -αρκετό για να υπάρχει στα λεξικά- και είναι παράγωγο του “γαμέω”, που παραδοσιακά δίνει λέξεις που μένουν. Επίσης δεν την βρίσκω καθόλου αντιαισθητική κι αντιθέτως βρίσκω ότι έλειπε από το λεξιλόγιο το αντίστοιχο του wicked. Είναι λέξη-πασπαρτού, που χρησιμοποιείται όταν η περίφραση ή άλλα επίθετα φαίνονται “λίγα”.
Πολύ, πολύ σπάνια δηλώνει “καλύτερο όλων”. Η συνηθέστερη χρήση του είναι ως πολύ καλό/εντυπωσιακό/ξεχωριστό ή αξιοπρόσεκτο. Στην ουσία είναι το επίθετο του “γαμάω”, με την μεταφορική του έννοια (η νέα πόρσε καρέρα 991 γαμάει = είναι γαμάτη).
Συνώνυμα του “γαμάει” είναι τα: δίνει, τελικιάζει (ιδίως για μηχανοκίνηση), σπέρνει, τον δίνει, τα σπάει.
Προσωπικά, δεν νομίζω ότι θα ξεχαστεί γρήγορα. Δεν είναι κάποια εφήμερη λέξη, βρίσκεται πάρα πολύ καιρό σε κυκλοφορία -αρκετό για να υπάρχει στα λεξικά- και είναι παράγωγο του “γαμέω”, που παραδοσιακά δίνει λέξεις που μένουν. Επίσης δεν την βρίσκω καθόλου αντιαισθητική κι αντιθέτως βρίσκω ότι έλειπε από το λεξιλόγιο το αντίστοιχο του wicked. Είναι λέξη-πασπαρτού, που χρησιμοποιείται όταν η περίφραση ή άλλα επίθετα φαίνονται “λίγα”.
Ελάχιστες παρατηρήσεις:
Τα μισά συνώνυμα τού γαμάει μού είναι άγνωστα.
«...βρίσκεται πάρα πολύ καιρό σε κυκλοφορία -αρκετό για να υπάρχει στα λεξικά-»: Η διατύπωση είναι δίσημη. Ας μη νομιστεί ότι το γαμάτος έχει περάσει στα λεξικά.
Είναι παράγωγο του «γαμάω», βέβαια, όχι του αρχαίου «γαμέω».
Και το καίριο ερώτημα: Αντιστοιχεί στο wicked; Μήπως είναι λίγο πιο έντονο, ακριβώς λόγω της σχέσης με το γαμάω; Μήπως αντιστοιχεί περισσότερο στο fucking good;
Πάντως, ακόμα κι αν δεν ταιριάζει στον καθωσπρεπισμό μας, ο Hellegennes έχει καταθέσει αρκετά συνώνυμα.
Ιδού και ένα σχόλιο του Κουίνιον (20/11/2010) για το wicked:
Linguistically, this week's royal engagement was
enlivened by the comment by Camilla, Duchess of Cornwall, Prince
William's stepmother, who said it was wicked. The word is too well
established in British slang to need comment, though some writers
were surprised to hear it from a 63-year-old granny. Most people
equate it with the 1970s African-American scene, but lexicographer
Jonathon Green has traced its sense of "excellent, wonderful" to
the 1840s. And P G Wodehouse employed it as long ago as 1925 in the
appropriately upper-class milieu of Carry on, Jeeves: "A most
amazing Johnnie who dishes a wicked ragout."
enlivened by the comment by Camilla, Duchess of Cornwall, Prince
William's stepmother, who said it was wicked. The word is too well
established in British slang to need comment, though some writers
were surprised to hear it from a 63-year-old granny. Most people
equate it with the 1970s African-American scene, but lexicographer
Jonathon Green has traced its sense of "excellent, wonderful" to
the 1840s. And P G Wodehouse employed it as long ago as 1925 in the
appropriately upper-class milieu of Carry on, Jeeves: "A most
amazing Johnnie who dishes a wicked ragout."
Γαμάτο!