Νομίζω ότι οι διαφορές μας ξεκινάνε από το ότι για όσους ζείτε Ελλάδα ο μέσος πολίτης είναι ο Α, Έλληνας δημόσιος υπάλληλος, κάτοικος λαϊκής συνοικίας που αγόραζε σινιέ γυαλιά ηλίου με την πιστωτική και τώρα έχει χτυπηθεί από τις περικοπές.
Ενώ για μένα είναι ο Β, Ευρωπαίος ιδιωτικός υπάλληλος, κάτοικος μεσοαστικής συνοικίας, που έκανε καλούτσικο κουμάντο (ξόδευε όμως και δεν έχει απόθεμα), δεν έχει δει καμία διαφορά στο εισόδημά του αλλά ζει με το φόβο της ύφεσης και του πληθωρισμού και έχει σταματήσει τα περιττά έξοδα, αλλά όχι και όλη την κατανάλωση.
Ο Β ήταν ο πελάτης που στήριζε την αγορά. Τώρα του γυρνάνε την πλάτη οι καταστηματάρχες, γιατί φλερτάρουν με τα πιο μεγάλα εισοδήματα. Πώς θα αισθανθεί όταν θα πάει να πάρει παπούτσια στο μαγαζί που ψώνιζε τόσα χρόνια και θα διαπιστώσει ότι είναι πλέον απρόσιτα; Μπορεί η ερώτηση να φαίνεται ελαφριά αλλά δεν είναι γιατί ο Β δεν είναι μοναδικός, θα είναι πολλοί οι όμοιοί του. Κι η απάντηση δεν είναι "θα βγάλει την πιστωτική κάρτα", γιατί είπαμε, φοβάται.
Οι τηλεοράσεις που έχουν οι περισσότεροι Δυτικοί, ανεξαρτήτως εισοδήματος, στο σπίτι τους είναι γνωστών εταιρειών, όπως η Toshiba.
Η οποία Τοσίμπα έκανε αυτό που είπα: στηρίχτηκε στην παλιά καλή της φήμη για να πουλήσει προϊόντα μιας χρήσεως με καλό κέρδος. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι πολλοί. Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα όμως είναι ο χώρος των ειδών πολυτελείας, οι μεγάλοι και παλιοί οίκοι που έγιναν διεθνείς αλυσίδες και άνοιξαν σε κάθε χωριό. Με λίγη βοήθεια από την Κίνα και με άλλη τόση από τη διαφήμιση, αυτοί που κάποτε ήταν εντελώς απρόσιτοι, ακόμα και με πίστωση, έγιναν πιο προσιτοί, θυσιάζοντας λίγη από την αποκλειστικότητά τους και λίγη από την ποιότητά τους. Αυτά παρεμπιπτόντως δεν τα βγάζω από το μυαλό μου, υπάρχει βιβλιογραφία και σχετικές δηλώσεις είχε κάνει ή ο Πινό της PPR ή ο Αρνό της LVMH, δε θυμάμαι ποιός από τους δύο, κι οι δύο πάντως εκλαΐκευσαν την πολυτέλεια με τις επιχειρήσεις τους. Και φυσικά μέχρι κι οι απομιμήσεις αυτών βελτιώθηκαν (σκέφτομαι τώρα την Ιντιτέξ).