Πριν από μερικές μέρες αποχαιρετήσαμε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο. Επειδή είχε φτάσει η πώς-τη-λένε-αυτή-την-αρρώστια-α-ναι-η-αϊζενχάουερ να μην του επιτρέπει να αναγνωρίζει ούτε τους πιο δικούς του ανθρώπους, ο θάνατός του ήταν, αυτό που λέμε, παρακαλετός.
Το λέμε, όμως, σ' αυτή την περίπτωση; Ή μήπως είναι της ιδιαίτερης πατρίδας μου; Γιατί δεν είναι το ίδιο ακριβώς το παρακαλετός στα λεξικά, και στο διαδίκτυο το βρίσκω μόνο σε κείμενο της Έλλης Αλεξίου.
Το λέμε, όμως, σ' αυτή την περίπτωση; Ή μήπως είναι της ιδιαίτερης πατρίδας μου; Γιατί δεν είναι το ίδιο ακριβώς το παρακαλετός στα λεξικά, και στο διαδίκτυο το βρίσκω μόνο σε κείμενο της Έλλης Αλεξίου.
παρακαλεστός, -ή, -ό κ. παρακαλετός (λαϊκ.) αυτός που γίνεται κατόπιν παρακλήσεως ή (για πρόσ.) αυτός που κάνει κάτι, επειδή τον παρακάλεσαν: αν είναι να 'ρθει παρακαλεστός για να βοηθήσει, να μην έρθει καθόλου | και το φιλί που δίνει, κι αυτό παρακαλετό! — παρακαλεστά κ. παρακαλετά επίρρ. [ΛΝΕΓ]
παρακαλετός -ή -ό [parakaletós] & παρακαλεστός -ή -ό [parakalestós] E1 : (προφ.) για πρόσωπο που ενεργεί ή για γεγονός που συμβαίνει ύστερα από παρακλήσεις: Ήρθε παρακαλετή, αφού την παρακάλεσαν. παρακαλετά & παρακαλεστά EΠIPP. [ΛΚΝ]
Και θα γίνω στους γύρω μου αβάσταχτο βάρος, και θ’ ακούω καθώς θα ’μαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι να σιγαλοψιθυρίζουν στο διάδρομο: ναι ο θάνατός της είναι παρακαλετός... ο θεός ας την ξεκουράσει...
Έλλης Αλεξίου: Κενές ώρες
παρακαλετός -ή -ό [parakaletós] & παρακαλεστός -ή -ό [parakalestós] E1 : (προφ.) για πρόσωπο που ενεργεί ή για γεγονός που συμβαίνει ύστερα από παρακλήσεις: Ήρθε παρακαλετή, αφού την παρακάλεσαν. παρακαλετά & παρακαλεστά EΠIPP. [ΛΚΝ]
Και θα γίνω στους γύρω μου αβάσταχτο βάρος, και θ’ ακούω καθώς θα ’μαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι να σιγαλοψιθυρίζουν στο διάδρομο: ναι ο θάνατός της είναι παρακαλετός... ο θεός ας την ξεκουράσει...
Έλλης Αλεξίου: Κενές ώρες