Φίλες και φίλοι, γεια σας και καλημέρα σε όλους.
Σήμερα συμπληρώνεται ένας πλήρης χρόνος από την ημέρα που μπήκα σ’ ετούτο το φόρουμ, κι έτσι μπορεί να πει κανείς ότι από τεχνική άποψη έχω τα γενέθλιά μου –τα φορουμικά. Κι επειδή σκόπιμα δεν έδωσα ημερομηνία ούτε και χρονιά γέννησης (για να μην τρομάξω τους περισσότερους από εσάς), ας θεωρήσουμε πως αυτή εδώ είναι ημέρα της απαρχής μου· δηλαδή ημέρα άξια για εορτασμό.
Σε όλο αυτό το διάστημα με γνωρίσατε και σας γνώρισα, αρκετούς μάλιστα τους συνάντησα σε ζωντανή παρουσία. Θα ήταν ανοίκειο και ανειλικρινές να πω ότι αυτή ήταν η ευτυχέστερη μέρα της ζωής μου (αυτού του είδους το λεξιλόγιο ταιριάζει στους πολιτικούς και στους τηλεοπτικούς αστέρες), σας διαβεβαιώνω όμως ότι ήταν από τις πιο σημαδιακές, τις πιο αξιομνημόνευτες. Κι αυτό για πολλούς λόγους, από τους οποίους επιτρέψτε μου να απαριθμήσω μόνο τρεις: τη γνήσια ευχαρίστηση της πνευματικής συναναστροφής σε θέματα άκρως ενδιαφέροντα (και που δεν περιορίζονται, όπως θα νόμιζε κανείς από πρώτη ματιά, στα γλωσσικά), την άνεση να μου δίνεται το βήμα για να εκθέτω απόψεις σ’ ένα περιβάλλον προτρεπτικό και νηφάλιο (πράγμα όχι τόσο συχνό στις μέρες μας), και τα αλλεπάλληλα ερεθίσματα για προβληματισμό και έρευνα σε ολοένα και πιο απρόσμενα ζητήματα.
Η πρώτη ερώτηση του Νίκελ, όταν συναντηθήκαμε, ήταν τι βρήκα στο φόρουμ που με έλκυσε για να μείνω και η αυθόρμητη απάντησή μου ήταν «την αισθητική του». Καταλαβαίνετε ότι εννοούσα κάτι πολύ ευρύτερο από τα χρώματα και το στήσιμο της ιστοσελίδας.
Αν έχω κάτι να ζητήσω απ’ την πλευρά μου, είναι η υπομονή σας στο δασκαλίστικο τόνο που καμιά φορά χρωματίζει τις αναρτήσεις μου και στην ακατάσχετη παρορμητικότητα που με κυριεύει και με κάνει βιαστικό και απρόσεχτο (στοιχεία που φάνηκαν ολοκάθαρα από
την πρώτη πρώτη μου ανάρτηση, την οποία έσπευσα να υποβάλω με την πρώτη μου επίσκεψη, χωρίς να «ελλοχεύσω» ούτε μέρα). Σας εξομολογούμαι ότι η συμμετοχή μου στο φόρουμ είναι για μένα κι ένα είδος άσκησης στην αυτοσυγκράτηση.
Έπειτα λοιπόν από ένα χρόνο, όπου έχετε μάθει τα χούγια μου, δεν έχει νόημα να αυτοπαρουσιαστώ· έχασα την ευκαιρία τότε που έπρεπε. Αλλά δεν ξέρετε πόσο μου έλειψε εκ των υστέρων. Ας πούμε λοιπόν ότι το σημείωμα αυτό γράφτηκε για ν’ αναπληρώσει τούτη την έλλειψη.
Κι επειδή, όπως ξέρετε, έχω μια αδυναμία προς το συμβολικό (απ’ όπου φερειπείν και η ενασχόληση με την εραλδική), λέω να προβώ σε μια συμβολική χειρονομία, που να υπογραμμίζει τη σημασία που δίνω στη στιγμή: όπως κάθε επισκέπτης ή κάθε καλεσμένος στη βεγγέρα φέρνει μιαν ανθοδέσμη ή ένα κουτί γλυκίσματα, λέω να προσφέρω κάτι από τα αποκόμματα που μαζεύω, ως αντιχάρισμα για το καλωσόρισμά σας. Είναι λίγο παλιό, Μάρτιος του 2006 από την τελευταία σελίδα του
Smithsonian Magazine. Ορίστε το, γευστικό μεζεδάκι για λεξιλάγνους:
GLOBAL WORDING
IF YOU CAN’T SAY IT IN ENGLISH, JUST BORROW LE MOT JUSTE
by Adam Jacot de Boinot
ONE DAY WHILE I WAS WORKING as a researcher for the BBC quiz program “Ql,” I picked up a weighty Albanian dictionary and discovered that the Albanians have no fewer than 27 words for eyebrows and the same number for mustache, ranging from mustaqe madh, or brushy, to mustaqe posht, or drooping at both ends. Soon I was unable to go near a secondhand bookshop or library without seeking out the shelves where the foreign-language dictionaries were kept. I would scour books in friends’ houses with a similar need to pan for gold.
My curiosity became a passion, even an obsession. In time I combed through more than two million words in hundreds of dictionaries. I trawled the Internet, phoned embassies and tracked down foreign-language speakers who could confirm my findings. Who knew, for example, that Persian has a word for “a camel that won’t give milk until her nostrils have been tickled” (nakhur)? Or that the Inuits have a verb for “to exchange wives for a few days only” (areodjarekput)? Why does Pascuense, spoken on Easter Island, offer tingo, which means “to borrow things from a friend’s house, one by one, until there’s nothing left”?
The English language has a long-established and voracious tendency to naturalize foreign words: ad hoc, feng shui, croissant, kindergarten. We’ve been borrowing them from other cultures for centuries. But there are so many we’ve missed.
Our body-conscious culture might have some use for the Hawaiian awawa, for the gap between each finger or toe; the Afrikaans waal, for the area behind the knee, or the Ulwa (Nicaragua) alang, for the fold of skin under the chin. Surely we could use the Tulu (India) karelu, for the mark left on the skin by wearing anything tight. And how could we have passed up the German Kummerspeck, for the excess weight one gains from emotion-related overeating? (It translates literally as “grief bacon.”)
Gras bilong fes, from the Papua New Guinea Tok Pisin, is more poetic than “beard”; it means “grass belonging to the face.” And how about the German Backpfeifengesicht, or “face that cries out for a fist in it”?
In Wagiman (Australia), there’s an infinitive—murrma—for “to walk along in the water searching for something with your feet.” The Dutch have uitwaaien, for “to walk in windy weather for fun,” but then Central American Spanish speakers may win a prize for articulating forms of motion with achaplinarse—“to hesitate and then run away in the manner of Charlie Chaplin.”
In Russian, they don’t speak of crying over spilled milk; they say kusat sebe lokti, which means “to bite one’s elbows.” That may be better than breaking your heart in Japanese, because harawata o tatsu translates literally as “to sever one’s intestines.” To be hopelessly in love in Colombian Spanish is to be “swallowed like a postman’s sock” (tragado como media de cartero). That happy state may lead to dancing closely, which in Central American Spanish is pulir hebillas (“to polish belt buckles”).
Malaysians recognize kontal-kontil, or “the swinging of long earrings or the swishing of a dress as one walks.” Fuegian, in Chile, has a word for “that shared look of longing where both parties know the score yet neither is willing to make the first move” (mamihlapinatapai). But Italian has biodegradabile, for one “who falls in love easily and often.”
Persian has mahj, for “looking beautiful after a disease”— which, deftly used, might well flatter (vaseliner in French, for “to apply Vaseline”) some recovered patients. But you’d have to lay it on pretty thick for a nedovtipa, who in Czech is “someone who finds it difficult to take a hint.”
On Easter Island, it may take two to tingo, but it takes only one to hakamaru, which means “to keep borrowed objects until the owner has to ask for them back.” Of course, words once borrowed are seldom returned. But nobody is going harawata o tatsu over that.