Άλλο ένα «ευκολάκι», που όμως δεν θα το βρείτε σε όλα τα λεξικά:
old-timer noun, informal a very experienced or long- serving person.
North American: an old person.
Τι θα χρησιμοποιούσατε στα ελληνικά; Παππού, γέροντα; Κάτι άλλο; Πώς επηρεάζει το ρέτζιστερ; --έτσι κι αλλιώς είναι informal.
old-timer noun, informal a very experienced or long- serving person.
North American: an old person.
Τι θα χρησιμοποιούσατε στα ελληνικά; Παππού, γέροντα; Κάτι άλλο; Πώς επηρεάζει το ρέτζιστερ; --έτσι κι αλλιώς είναι informal.