gazump [gə'zʌmp] verb [with object] British informal
1 make a higher offer for a house than (someone whose offer has already been accepted by the seller) and thus succeed in acquiring the property: the trio are fuming after they were gazumped by a property speculator (as noun gazumping) gazumping has returned, as there is a shortage of good properties.
2 dated swindle (someone): I gazumped a friend of mine with complete success last night.
Derivatives
gazumper noun
In Britain we are the worst gazumpers in Europe, with about one in three buyers falling victim.
Origin: 1920s from Yiddish gezumph 'overcharge'. gazump (sense 1) dates from the 1970s.
1 make a higher offer for a house than (someone whose offer has already been accepted by the seller) and thus succeed in acquiring the property: the trio are fuming after they were gazumped by a property speculator (as noun gazumping) gazumping has returned, as there is a shortage of good properties.
2 dated swindle (someone): I gazumped a friend of mine with complete success last night.
Derivatives
gazumper noun
In Britain we are the worst gazumpers in Europe, with about one in three buyers falling victim.
Origin: 1920s from Yiddish gezumph 'overcharge'. gazump (sense 1) dates from the 1970s.
Συνήθως το συναντώ στην παθητική: We've been gazumped.
Στο Οικονομικό Χρυσοβιτσιώτη-Σταυρακόπουλου διαβάζω:
gazumping. Κοινή έκφραση για την τακτική πωλητή που ανεβάζει την τιμή (συνήθως ακινήτου) τη στιγμή που πρόκειται να κλειστεί η συμφωνία, επικαλούμενος συνήθως τον πληθωρισμό ή επειδή έχει ήδη λάβει άλλη καλύτερη προσφορά.
gazunder. Μειώνω την τιμή της αρχικής προσφοράς λόγω πτώσης των τιμών || μείωση της τιμής υπό την πίεση του αγοραστή.
gazunder. Μειώνω την τιμή της αρχικής προσφοράς λόγω πτώσης των τιμών || μείωση της τιμής υπό την πίεση του αγοραστή.
Δεν μπορώ να σκεφτώ καλή μονολεκτική απόδοση για το We've been gazumped, μόνο μερικές φλύαρες:
Μας το πήραν μέσ' από τα χέρια.
Κάποιος πλειοδότησε και (μας) το πήρε.
Το πήραν στο τσακ με καλύτερη προσφορά.