Για όλα τα επόμενα, καμία σχέση με κάστρα... :)
(α) Μια πολύ σπάνια λέξη για τον χώρο με τη φωτιά φαίνεται να είναι το
χαμώι.
Σε μερικά, ιμβριώτικης προέλευσης κυρίως, κείμενα βρίσκω το
χαμώι που είναι «το καθημερινό δωμάτιο με το τζάκι»:
Στο ισόγειο, το κατώι-αποθήκη, η κατωγή, που είναι η είσοδος με τη σκάλα στο εσωτερικό, και το χαμώι, που είναι το καθημερινό δωμάτιο με το τζάκι, ντουλάπια, ράφια και συνήθως με τ' αμπάρια για το σιτάρι. (από Imvros Island).
Ενδιαφέρουσα και η ποικιλία των όρων για τους «κάτω» χώρους, στο επίπεδο του εδάφους: ισόγειο, κατώι-αποθήκη, κατωγή, χαμώι.
Εδώ, ένα
σκυριανό γλωσσάρι, δίνει:
Χαμώϊ (το) = ισόγαιον˙ αντίθετον ανώϊ
Στον
Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, η χρήση δεν είναι σαφής:
[...] Σ' ένα χαμώι, κυλισμένοι κατάχαμα, ένας άντρας και μια γυναίκα, νιόπαντροι κι αυτοί, αγκαλιάζουνταν με λύσσα. [...] (σελ. 56).
Τη λέξη χρησιμοποιεί και ο
Καββαδίας:
Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που μέτραγε με πόντους την ταρίφα.
(β) Εδώ, σε έναν
ιστότοπο για τα χωριά της Κόνιτσας, έχουμε μια άλλη οπτική γωνία:
Στη Μόλιστα [...] τα σπίτια ήταν πέτρινα [...] και αποτελούνταν από δύο ορόφους, το «κατώι» και το «ανώι». Το ανώι, που προοριζόταν για κατοικία, περιλάμβανε την «κρεββάτα», που ήταν μεγάλος χώρος για συγκεντρώσεις, τον «οντά»που ήταν δωμάτιο υποδοχής, το «μαντζάτο» που ήταν το ζεστό χειμωνιάτικο δωμάτιο με τζάκι [...]
(γ) Και μια προσθήκη για τη γερμανική λ.
Wärmestube: Σήμερα χρησιμοποιείται για θερμαινόμενους χώρους για τους άστεγους.