Η (γαλλική) τουαλέτα (toilette) ήταν αρχικά ένα πανί, υποκοριστικό του toile (από την ίδια λέξη και το αγγλικό toils με τη σημασία δίχτυα, όχι το toil που σημαίνει μόχθος). Τέτοιο πανί χρησιμοποιούσαν για να τυλίγουν ρούχα, να βάζουν στους ώμους στο κούρεμα και να σκεπάζουν το τραπεζάκι καλλωπισμού. Αποκεί ονόμασαν ολόκληρο το τραπεζάκι toilette και κατ' επέκταση τον καλλωπισμό («κάνω την τουαλέτα μου»). Στη συνέχεια ξέντωσε ακόμα περισσότερο η σημασία του, έγινε δωματιάκι, δωματιάκι με μπάνιο, δωματιάκι με καμπινέ (άλλη προδομένη λέξη, ολόκληρο υπουργικό συμβούλιο χωράει) [και, ναι, η toilet δεν έχει καμιά σχέση με τον μόχθο, με το παλιό μποστικό «τα κακά κόποις κτώνται»] και κατέληξε από τον πολύ ευφημισμό να μην μπορούμε να πούμε την τουαλέτα τουαλέτα (7 γράμματα) και να τη λέμε «τραπεζάκι καλλωπισμού». Και οι Άγγλοι να χρησιμοποιούν τη γαλλική λέξη για να πουν αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν βεσέ (le W.C.).
(Πού να σας λέω ότι και το bureau από ύφασμα πήρε το όνομά του.)