uplifting = raising somebody's intellectual, moral, or spiritual level. SYN. elevating [Encarta]
Νομίζω ότι το ανυψωτικός δεν είναι πολύ διαδεδομένο. Διάβασα σήμερα ότι το Invictus του Κλιντ Ίστγουντ είναι «ανυψωτική ταινία» και φαντάστηκα ταινιόδρομο να με ανεβάζει στα ψηλά. Το εξυψωτική ταινία βρίσκω ότι είναι πιο συνηθισμένο. Αν έχουμε απαιτητικούς αναγνώστες, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για μεταρσιωτική εμπειρία (uplifting experience). Όσο για τον νεολογισμό ανεβαστικός, αυτός ταιριάζει περισσότερος στις μουσικές του Ζάζουλα.
Φαντάζομαι ότι το «(που) σου φτιάχνει τη διάθεση» δεν είναι ακριβές, πάει προς το feel-good.
Νομίζω ότι το ανυψωτικός δεν είναι πολύ διαδεδομένο. Διάβασα σήμερα ότι το Invictus του Κλιντ Ίστγουντ είναι «ανυψωτική ταινία» και φαντάστηκα ταινιόδρομο να με ανεβάζει στα ψηλά. Το εξυψωτική ταινία βρίσκω ότι είναι πιο συνηθισμένο. Αν έχουμε απαιτητικούς αναγνώστες, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για μεταρσιωτική εμπειρία (uplifting experience). Όσο για τον νεολογισμό ανεβαστικός, αυτός ταιριάζει περισσότερος στις μουσικές του Ζάζουλα.
Φαντάζομαι ότι το «(που) σου φτιάχνει τη διάθεση» δεν είναι ακριβές, πάει προς το feel-good.