metafrasi banner

turf war

nickel

Administrator
Staff member
Η τύρφη είναι οργανική καύσιμη ύλη. Αντιγράφω από σελίδα της ΕΕ:

Ουσία εξορύξιμη, χαλαρή, λίγο έως πολύ συμπαγής, καύσιμη μετά την ξήρανση, φυτικής προέλευσης, με υψηλή περιεκτικότητα σε νερό (έως περίπου 90 %), χρώματος καφέ ανοικτού ή καφέ σκούρου.
Μεταφράζει το αγγλικό:
Peat
Soft, loose to compressed, natural, combustible fossil sediment of vegetable origin with a high moisture content (up to 90 %), light to dark brown in colour.


Η λέξη τύρφη είναι μεταφορά του αγγλικού turf (έχουμε και πιο ελληνικό :) συνώνυμο, τον ποάνθρακα), αλλά σήμερα καλύτερα να μεταφράζουμε την τύρφη με την αγγλική peat, ενώ turf είναι ο χλοοτάπητας, ο χορτοτάπητας (ο φυσικός ή ο συνθετικός).

Από το γρασίδι των ιπποδρόμων, the turf έφτασε να σημαίνει «ο ιππόδρομος» με όλες τις συνεκδοχές του (ιπποδρομίες, στοιχήματα, κόσμος του ιπποδρόμου). Τη σημασία δεν τη γνώριζα όταν είχα πρωτοπάει στην Αγγλία και αναρωτιόμουν κάθε φορά τι δουλειά κάνουν αυτοί με την ταμπέλα turf accountant (δεν είναι άλλωστε και μαγαζιά που θα καταλάβεις απέξω τι συμβαίνει μέσα).


Turf accountant είναι, λοιπόν, ο πράκτορας ιπποδρομιακών στοιχημάτων, ο μπούκης αν αναλαμβάνει γενικότερο στοιχηματισμό. (Όπως καταλαβαίνετε, εξακολουθώ να αγνοώ τι συμβαίνει εκεί μέσα.)

Στη αγγλική αργκό είναι και το πεζοδρόμιο με την… επαγγελματική σημασία. She’s on the turf now. Κάνει πεζοδρόμιο τώρα.

Αλλά η πιο γνωστή αργκοτική σημασία, από τις αμερικάνικες συμμορίες, είναι η περιοχή που ελέγχει μια συμμορία, ο χώρος δράσης της, η επικράτειά της, και, κατ’ επέκταση, ο χώρος αρμοδιότητας ή και εξειδίκευσης κάποιου, τα «χωράφια» του.

Αντιγράφω λίγα σκόρπια παραδείγματα:
How vigorously will the local companies defend their turf?
Judges feel that the courtroom is their private turf.
We beat Canada on their home turf.

Περισσότερο με ενδιαφέρει η δεύτερη σημασία τού turf war (εδώ από OED):
turf war n. (a) Sport a dispute regarding horse-racing, or between organizations involved in the business of horse-racing; (also) a horse-race; (b) colloq. (chiefly N. Amer.), a dispute over territory; freq. in extended use.

1897 N.Y. Times 26 July 3/4 Unless either the Queens County Jockey Club or the Metropolitan Turf Association gives in to the terms offered by the other… a lively turf war will be waged. 1969 N.Y. Times 2 Nov. s9/1 Ring, a Washington sportsman who returned to the turf wars a little over two years ago… bought Czar Alexander as a 2-year-old for $32,000. 1979 Science 204 1060 (heading) Jump in funding feeds research on nutrition. But the dollars also fuel a departmental turf war that threatens to sap the field of its newfound nourishment. 2001 Mail & Guardian (Johannesburg) 18–24 May 6/2 Lemmer has been offered an insight into why the Cape Town police have been unable to stop the gang turf wars that have claimed more than 100 lives since the start of the year.

Πόλεμος για τον έλεγχο περιοχής; Πόλεμος επικράτησης;
Κάτι καλύτερο;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αλλά η πιο γνωστή αργκοτική σημασία, από τις αμερικάνικες συμμορίες, είναι η περιοχή που ελέγχει μια συμμορία, ο χώρος δράσης της, η επικράτειά της, και, κατ’ επέκταση, ο χώρος αρμοδιότητας ή και εξειδίκευσης κάποιου, τα «χωράφια» του.
Θα πρόσθετα και τα τσιφλίκια τους.

Πόλεμος για τον έλεγχο περιοχής; Πόλεμος επικράτησης;
Κάτι καλύτερο;
Θα πρόσθετα και τις μάχες για..., αλλά είδα ότι υπάρχει και η χρήση turf battles, οπότε απλώς να προσθέσω τον πόλεμο ζωτικού χώρου (ή μας πηγαίνει πολύ στο Lebensraum αυτό;:confused:)
 
Στις γραφειοκρατίες θα δεις να λένε για χωράφια ή χωραφάκια, για τσιφλίκια αλλά και για φέουδα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Να προσθέσω και τη διαμάχη για το μοίρασμα της πίτας.
 
Top