pidyo
New member
(Αυτά που ακολουθούν με αφορμή μια συζήτηση στου Σαραντάκου. Δεν είμαι βέβαιος αν πρέπει να μπει εδώ ή άλλού.)
Ο ρωμαϊκός ονομαστικός τύπος είναι, φαντάζομαι, λίγο πολύ γνωστός στους περισσότερους.
1. Εν αρχή ην το praenomen, το μικρό όνομα.
2. Στη συνέχεια, το nomen (ή nomen gentis ή nomen gentilicium ή σκέτο gentilicium), το οικογενειακό, κληροδοτούμενο όνομα.
Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς, το βασικό στοιχείο του ονόματος ήταν το δεύτερο, το οικογενειακό όνομα (τα γαλλικά και τα γερμανικά ακολουθούν τη λογική αυτή, τουλάχιστον στην ορολογία τους: prénom και Vorname είναι αυτά που προηγούνται των κυρίως ονομάτων, του nom και του Name). Τα praenomina λίγοι τα χρησιμοποιούσαν ως προσηγορικά δημοσίως, γι' αυτό και ο αριθμός τους ήταν περιορισμένος. Οπότε προέκυψε η ανάγκη για πρόσθετο διακριτικό όνομα, εξού και:
3. Ήρθε το cognomen, αρχικά παρατσούκλι, αργότερα (από την ύστερη ρεπουμπλικανική περίοδο) αναπόσπαστο και κληροδοτούμενο στοιχείο του επίσημου ονόματος, συχνά παραγόμενο από το nomen gentis ενός από τους δυο γονείς. Σύντομα, το παρατσούκλι αυτό έγινε το πραγματικό επώνυμο, με τη σημερινή σημασία του όρου (το ιταλικό cognome απηχεί αυτήν την εξέλιξη), το nomen gentis έγινε κάτι σαν μικρό όνομα και το praenomen περιέπεσε σε αχρηστία, πλην περιστάσεων που κάποιος ήθελε να προσδώσει επισημότητα στον ονομαστικό του τύπο.
4. Τον ρόλο του πραγματικού παρατσουκλιού, που μπορούσε όμως κι αυτό να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του ονόματος (ιδίως στους αυτοκράτορες που φρόντιζαν να στολίζουν τον εαυτό τους με σειρά παρατσουκλιών για να θυμίζουν τις νίκες τους, ή στους μονομάχους, που χρειάζονταν ένα εφετζίδικο brand name), τον έπαιξε στη συνέχεια το agnomen ή supernomen.
(Σκοπίμως δεν μπαίνω στο χάος που προκαλείται σε ύστερες εποχές, με ονόματα γένους από υιοθεσία, cognomina που χρησιμοποιούνται ως nomina, αλυσίδες ονομάτων γένους για εντυπωσιασμό, κλπ.)
Στα ελληνικά η απόδοση των ονομάτων αυτών πάσχει από ανομοιομορφία. Η αρχαία ορολογία δεν βοηθάει: προσηγορικόν και συγγενικόν όνομα τα δύο πρώτα, παρωνύμιον το τρίτο αλλά και το τέταρτο. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία υπάρχει συμφωνία για το praenomen (προωνύμιο) και για το gentilicium (όνομα γένους), αλλά μέχρι εκεί. Για το cognomen άλλοι χρησιμοποιούν το παρωνύμιο κι άλλοι το επώνυμο. Όσοι χρησιμοποιούν τον όρο παρωνύμιο, χρησιμοποιούν το επώνυμο για το supernomen. Ομολογώ πως δεν θυμάμαι (και δεν μπορώ να ψάξω αυτή τη στιγμή) ποιον όρο χρησιμοποιούν για το supernomen όσοι λένε το cognomen επώνυμο. Η ανομοιομορφία αυτή ίσως εξηγεί γιατί, όλο και συχνότερα, βρίσκει κανείς τους λατινικούς όρους αμετάβλητους στην ελληνική βιβλιογραφία (έχω την εντύπωση ότι αυτό συνηθίζεται ιδίως στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης).
Ο ρωμαϊκός ονομαστικός τύπος είναι, φαντάζομαι, λίγο πολύ γνωστός στους περισσότερους.
1. Εν αρχή ην το praenomen, το μικρό όνομα.
2. Στη συνέχεια, το nomen (ή nomen gentis ή nomen gentilicium ή σκέτο gentilicium), το οικογενειακό, κληροδοτούμενο όνομα.
Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς, το βασικό στοιχείο του ονόματος ήταν το δεύτερο, το οικογενειακό όνομα (τα γαλλικά και τα γερμανικά ακολουθούν τη λογική αυτή, τουλάχιστον στην ορολογία τους: prénom και Vorname είναι αυτά που προηγούνται των κυρίως ονομάτων, του nom και του Name). Τα praenomina λίγοι τα χρησιμοποιούσαν ως προσηγορικά δημοσίως, γι' αυτό και ο αριθμός τους ήταν περιορισμένος. Οπότε προέκυψε η ανάγκη για πρόσθετο διακριτικό όνομα, εξού και:
3. Ήρθε το cognomen, αρχικά παρατσούκλι, αργότερα (από την ύστερη ρεπουμπλικανική περίοδο) αναπόσπαστο και κληροδοτούμενο στοιχείο του επίσημου ονόματος, συχνά παραγόμενο από το nomen gentis ενός από τους δυο γονείς. Σύντομα, το παρατσούκλι αυτό έγινε το πραγματικό επώνυμο, με τη σημερινή σημασία του όρου (το ιταλικό cognome απηχεί αυτήν την εξέλιξη), το nomen gentis έγινε κάτι σαν μικρό όνομα και το praenomen περιέπεσε σε αχρηστία, πλην περιστάσεων που κάποιος ήθελε να προσδώσει επισημότητα στον ονομαστικό του τύπο.
4. Τον ρόλο του πραγματικού παρατσουκλιού, που μπορούσε όμως κι αυτό να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του ονόματος (ιδίως στους αυτοκράτορες που φρόντιζαν να στολίζουν τον εαυτό τους με σειρά παρατσουκλιών για να θυμίζουν τις νίκες τους, ή στους μονομάχους, που χρειάζονταν ένα εφετζίδικο brand name), τον έπαιξε στη συνέχεια το agnomen ή supernomen.
(Σκοπίμως δεν μπαίνω στο χάος που προκαλείται σε ύστερες εποχές, με ονόματα γένους από υιοθεσία, cognomina που χρησιμοποιούνται ως nomina, αλυσίδες ονομάτων γένους για εντυπωσιασμό, κλπ.)
Στα ελληνικά η απόδοση των ονομάτων αυτών πάσχει από ανομοιομορφία. Η αρχαία ορολογία δεν βοηθάει: προσηγορικόν και συγγενικόν όνομα τα δύο πρώτα, παρωνύμιον το τρίτο αλλά και το τέταρτο. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία υπάρχει συμφωνία για το praenomen (προωνύμιο) και για το gentilicium (όνομα γένους), αλλά μέχρι εκεί. Για το cognomen άλλοι χρησιμοποιούν το παρωνύμιο κι άλλοι το επώνυμο. Όσοι χρησιμοποιούν τον όρο παρωνύμιο, χρησιμοποιούν το επώνυμο για το supernomen. Ομολογώ πως δεν θυμάμαι (και δεν μπορώ να ψάξω αυτή τη στιγμή) ποιον όρο χρησιμοποιούν για το supernomen όσοι λένε το cognomen επώνυμο. Η ανομοιομορφία αυτή ίσως εξηγεί γιατί, όλο και συχνότερα, βρίσκει κανείς τους λατινικούς όρους αμετάβλητους στην ελληνική βιβλιογραφία (έχω την εντύπωση ότι αυτό συνηθίζεται ιδίως στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης).