metafrasi banner

To retire as a verb

cosmasad

Member
Dear friends,

I know I have posted about this before and never really gotten a "satisfactory" answer. It's hard to believe, but I'm trying to find a way to say the simple phrase "Have you retired?" or "I have retired" without saying "Έχεις πάρει την σύνταξη σου;" because that brings in the idea of a pension. Some people retire without a pension and it would bring up a sore subject if I imply that they do. Is there no verb for retire that would be appropriate in this case?

Thank you.

Cosmas
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Νομίζω ότι το «Έχεις βγει στη σύνταξη» δεν σημαίνει σίγουρα ότι εισπράττει σύνταξη κιόλας, απλώς ότι αποσύρθηκε και δεν δουλεύει πια.
Αλλιώς συμφωνώ με τον Earion για το «Σταμάτησες τη δουλειά» ή Σταμάτησες να δουλεύεις».
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα είναι σπάνιο να σταματήσει κάποιος να δουλεύει χωρίς να τον περιμένει κάποια σύνταξη.
 

cosmasad

Member
That's interesting. Am I correct in concluding then that the noun "σύνταξη" doesn't necessary mean pension. It means retirement. And "συνταξιούχος" is a retired person regardless of whether he is entitled to a pension or not. In english "retiree" is a retired person with or without a pension and "pensioner" is a retired person with a pension.
 
No, "συνταξιούχος" means necessarily that someone is entitled to a pension, a pensioner.

(ΜΗΛΝΕΓ)
συνταξιούχος [si(n)daksiúxos]
1) Αυτός που λαμβάνει την κατά τον νόμο σύνταξη 2) (ως επ.) Που λαμβάνει την κατά τον νόμο σύνταξη, που δεν εργάζεται πλέον


σύνταξη means "pension"

Το μηνιαίο ποσό που καταβάλλεται εφ’ όρου ζωής από ασφαλιστικό ταμείο, από το κράτος κτλ. σε έναν εργαζόμενο (ή στα προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς του σε περίπτωση θανάτου του) ο οποίος σταμάτησε την εργασία του λόγω συμπλήρωσης των απαιτούμενων ετών ή λόγω προβλημάτων υγείας
(κατ’ επέκτ.)
β1.
Η κατάσταση αυτού που έχει σταματήσει την εργασία και λαμβάνει σύνταξη (
ΜΗΛΝΕΓ)

"retire" means "stop working" (αποσύρομαι, σταματώ να εργάζομαι) and may or may not come with a pension. So, I agree with the three solutions Earion gave you.
 

nickel

Administrator
Staff member
Και μια πληροφορία: Πάμε εδώ : http://hnc.ilsp.gr/index.php
Διαλέγουμε Εργαλεία.
Γράφουμε αφυπηρετώ στο πλαίσιο και τσεκάρουμε το Λήμμα.
Πατάμε το κουμπί Αναζήτηση στο κάτω μέρος της οθόνης.
Και έχουμε μια σειρά από ωραία παραδείγματα χρήσης του ρήματος (και του ουσιαστικού του εδώ).
 

cougr

¥
Ευχαριστώ, nickel.
Πάντως, πολλές φορές έχω συναντήσει το «αφυπηρετώ» να χρησιμοποιείται με την κοινή σημασία του «retire».
Επίσης, από τη Wiki:

αφυπηρετώ
2. περατώνεται η υπηρεσία που έχω σε κάποιον τομέα και αποσύρομαι απ’ αυτή≈ συνώνυμα: συνταξιοδοτούμαι, αποχωρώ....

αγγλικά: retire

 
Last edited:
επίσης το retire σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να αποδοθεί και περιφραστικά όπως "κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια" κτλ. Γενικότερα νομίζω ότι το "αποσύρομαι" και το "σταματώ" μου φαίνονται αρκετά καλή απόδοση του retire
 

cougr

¥
Συναφές νήμα:
 
Top