Φτιάχνω το γνωστό αντικριστό και πήρα το θάρρος να διορθώσω τον προτελευταίο στίχο.
THE TIGER | Η ΤΙΓΡΗ
TIGER, tiger, burning bright | Τίγρη, Τίγρη, φλόγας λάμψη
In the forests of the night, | μέσα στης νυχτιάς τα δάση,
What immortal hand or eye | ποιου η αιώνια μαεστρία
Could frame thy fearful symmetry? | σ’ έκαμε με συμμετρία;
. | .
In what distant deeps or skies | Σε τι βάθη ή ύψη πέρα
Burnt the fire of thine eyes? | μάτια αστράψαν στον αέρα;
On what wings dare he aspire? | Τι φτερά αποζητάει;
What the hand dare seize the fire? | Τι χέρι φλόγες αρπάει;
. | .
And what shoulder and what art | Και τι ώμος, και τι τέχνη
Could twist the sinews of thy heart? | της καρδιάς τα νεύρα ζέχνει;
And when thy heart began to beat, | Και, σαν η καρδιά δουλεύει,
What dread hand and what dread feet? | τι άκρο σου δεινό σαλεύει;
. | .
What the hammer? what the chain? | Τι σφυρί, τι αλυσίδα;
In what furnace was thy brain? | ποιο τ’ αμόνι, ποια τσιμπίδα
What the anvil? What dread grasp | —ποιο του νου σου το καμίνι;—
Dare its deadly terrors clasp? | τολμά και δεσμά σου δίνει;
. | .
When the stars threw down their spears,
.
| Τ’ άστρα σαν τη γη ακοντίζουν
And water’d heaven with their tears, | και τους ουρανούς ποτίζουν,
Did He smile His work to see? | χάρηκε Αυτός που επλάστης;
Did He who made the lamb make thee? | Σ’ έκαμε του αρνιού ο Πλάστης;
. | .
Tiger, tiger, burning bright | Τίγρη, Τίγρη, φλόγας λάμψη
In the forests of the night, | μέσα στης νυχτιάς τα δάση,
What immortal hand or eye | ποιου η αιώνια μαεστρία
Dare frame thy fearful symmetry? | σ’ έκαμε με συμμετρία;