Το stake είναι λέξη γερμανικής προέλευσης και σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, πάσσαλος, παλούκι. Το μπήγουμε στο έδαφος για να φτιάξουμε φράχτη, να δέσουμε ένα ζώο ή να στηρίξουμε ένα φυτό. Ή το μπήγουμε στην καρδιά του βρικόλακα (drive it through a vampire’s heart) για να ησυχάσει κι αυτός κι εμείς. Σε ακόμα πιο ευγενείς δραστηριότητες του ανθρώπου στην ιστορική του πορεία, το παλούκι / stake ήταν χρήσιμο στο παλούκωμα, τον ανασκολοπισμό (Impalement as a method of torture and execution involves a person being pierced with a long stake. The penetration could be through the sides, through the rectum, through the vagina, or through the mouth. This method leads to a painful death, sometimes taking days. The stake would often be planted in the ground, leaving the impaled person suspended to die.) αλλά και για να δένουν αιρετικούς, μάγισσες και άλλα άτομα που επρόκειτο να εκτελέσουν (συνήθως) στην πυρά, οπότε συνεκδοχικά the stake (to die / to burn at the stake, death at the stake) είναι η εκτέλεση / ο θάνατος / το κάψιμο στην πυρά. Εκτός από το να καείς ζωντανός, το go to the stake for/over something μπορεί να σημαίνει μεταφορικά ότι είσαι διατεθειμένος «να παίξεις το κεφάλι σου», «να βάλεις το κεφάλι σου στον ντορβά» για τα πιστεύω σου.
Από τους πασσάλους για τη δημιουργία φρακτών (π.χ. A corner of the field has been staked off) και περιφράξεων (σκεφτείτε ιδιαίτερα Αμερική, κατάκτηση της Δύσης, πιονέρους να μπήγουν πασσάλους για να οριοθετήσουν την ιδιοκτησία που μπορούσαν να διεκδικήσουν, π.χ. The settlers would arrive in a place and immediately stake out their territory), έχουμε τον ιδιωματισμό to stake (out) a claim (=διεκδικώ την κυριότητα ή κατοχυρώνω ιδιοκτησιακά δικαιώματα και, γενικότερα, διεκδικώ. Ας βοηθήσει κάποιος με νομικές γνώσεις. Πώς θα μεταφραζόταν αυτό εδώ;).
Όταν ανακάλυπτες ότι η έκταση που διεκδικούσες δεν είχε να σου προσφέρει κάτι (π.χ. χρυσάφι), μάζευες τους πασσάλους σου (pulled up the stakes) και πήγαινες να βρεις κάτι καλύτερο — οπότε η φράση pull up stakes σημαίνει περίπου «τα μαζεύω και φεύγω», «μετακομίζω» π.χ. We’ve lived here for years, but now it’s time to pull up stakes.
Έχουμε όμως κι άλλες σημασίες του stake out που προκύπτουν από την οριοθέτηση. Αντιγράφω από το Longman:
Η άλλη σημασία του stake, το ποσό ενός στοιχήματος, δεν έχει αποσαφηνιστεί από πού προέρχεται (αν και υποψιάζονται σχέση του πασσάλου με το στοίχημα), σε σημείο που το OED έχει χωριστά τις λέξεις, σαν να είναι ομώνυμα, δηλ. λέξεις με ίδια ορθογραφία και προφορά αλλά διαφορετική προέλευση. (It may be that stake ‘wager’ is the same word, alluding to a supposed former practice of putting the object wagered (such as one’s shirt) on a post before the start of the contest. Ayto, Word Origins)
Για το «στοίχημα», με τη σημασία «το ποσό του στοιχήματος», αυτό που μπορεί να κερδίσει ή να χάσει κανείς στον τζόγο, έχουμε επίσης, εδώ και μερικά χρόνια, τη λέξη διακύβευμα (στις νεότερες εκδόσεις του ΛΝΕΓ, αλλά όχι στο ΛΚΝ) για τη μεταφορική σημασία του stake. Χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει το γαλλικό enjeu, οπότε μεταφέρω εδώ από το γαλλοαγγλικό Robert:
Το διακύβευμα, αυτό που παίζεται, που διακυβεύεται, what is at stake, από το αρχαίο διακυβεύω (play at dice) — και μπράβο σ’ όποιον έφτιαξε τη λέξη. Το διακυβεύω χρησιμοποιείται ακόμα, συνήθως στην παθητική: (ΛΚΝ) Mέσα στη δίνη των διεθνών ανακατατάξεων διακυβεύονται ύψιστα εθνικά μας συμφέροντα.
Μεταφράσματα του ρήματος stake: στοιχηματίζω, βάζω στοίχημα, ποντάρω, διακινδυνεύω, διακυβεύω (είπαμε: συνήθ. παθητ.), ρισκάρω, παίζω κορόνα-γράμματα. Π.χ. Jim staked his whole fortune on one card game. | The government has staked its reputation on eliminating the deficit.
I’d stake my life on it = κόβω το κεφάλι μου (και πολλά άλλα). Π.χ.
I’m sure that’s Jesse – I’d stake my life on it. | I’d stake my life on his loyalty.
Πίσω στο ουσιαστικό και σε κάποιες διαφοροποιήσεις της αρχικής σημασίας:
We’re playing for high stakes. Παίζουμε μεγάλα ποσά, κάνουμε χοντρό παιχνίδι. (μτφ.) Διακυβεύονται πολλά.
Climbing is a dangerous sport and the stakes are high. Οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι.
raise the stakes: The Americans have raised the stakes in a bitter fight over imports. Χοντραίνω το παιχνίδι, κάνω ρελάνς, ανεβάζω τον πήχη.
Stake είναι και το κεφάλαιο, το ποσό χρημάτων που διακινδυνεύει κανείς σε μια κερδοσκοπική επιχείρηση, η επένδυση, το μερίδιο συμμετοχής (a majority stake, πλειοψηφικό μερίδιο, πλειοψηφική συμμετοχή): RCS Video has bought a majority stake in Majestic Films International.
Μεταφορικά:
He has a huge stake in making the peace process work. (Έχει τεράστια προσωπική επένδυση / Έχει επενδύσει προσωπικά στην επιτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας.)
Για τον stakeholder (=συμμέτοχο), συζήτηση γίνεται εδώ:
http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=1396
Από τη σημασία του stake στα χαρτιά (ιδίως στο πόκερ), έχουμε το ρήμα stake με τη σημασία «δανείζω για την αγορά κάβας (στο πόκερ)» (π.χ. John went broke, so in order to play Jill had to stake him) και, κατ’ επέκταση, «δανείζω» γενικότερα, «παρέχω τα αναγκαία» (π.χ. His dad staked him money to pay the rent for a month).
Ο πληθυντικός του ουσιαστικού χρησιμοποιείται για διάφορες ιπποδρομίες, έχουμε άλλωστε και το ιπποδρομιακό λαχείο (sweepstakes) και, από εκεί, με τη σημασία της κούρσας ή του διαγωνισμού:
Who are the main contenders in the party leadership stakes? (=κούρσα για την ηγεσία του κόμματος)
They’re running neck and neck in the popularity stakes. | Ben wouldn't score very highly in the popularity stakes. (=διαγωνισμός δημοφιλίας)
Λίγα από τα παραπάνω υπάρχουν σε λεξικά και, επειδή έπιασαν συζήτηση στο μπλογκ του Σαραντάκου για το διακύβευμα, σκέφτηκα ότι είναι ευκαιρία να πλουτίσουμε τα μεταφράσματά μας για το stake. Επειδή δεν τα άφησα να κατακαθίσουν μέσα μου, είναι πολύ πιθανό να σας έρθουν καλύτερες εμπνεύσεις για κάποιους από τους παραπάνω όρους. Πάντα καλοδεχούμενες.
Από τους πασσάλους για τη δημιουργία φρακτών (π.χ. A corner of the field has been staked off) και περιφράξεων (σκεφτείτε ιδιαίτερα Αμερική, κατάκτηση της Δύσης, πιονέρους να μπήγουν πασσάλους για να οριοθετήσουν την ιδιοκτησία που μπορούσαν να διεκδικήσουν, π.χ. The settlers would arrive in a place and immediately stake out their territory), έχουμε τον ιδιωματισμό to stake (out) a claim (=διεκδικώ την κυριότητα ή κατοχυρώνω ιδιοκτησιακά δικαιώματα και, γενικότερα, διεκδικώ. Ας βοηθήσει κάποιος με νομικές γνώσεις. Πώς θα μεταφραζόταν αυτό εδώ;).
Όταν ανακάλυπτες ότι η έκταση που διεκδικούσες δεν είχε να σου προσφέρει κάτι (π.χ. χρυσάφι), μάζευες τους πασσάλους σου (pulled up the stakes) και πήγαινες να βρεις κάτι καλύτερο — οπότε η φράση pull up stakes σημαίνει περίπου «τα μαζεύω και φεύγω», «μετακομίζω» π.χ. We’ve lived here for years, but now it’s time to pull up stakes.
Έχουμε όμως κι άλλες σημασίες του stake out που προκύπτουν από την οριοθέτηση. Αντιγράφω από το Longman:
- to watch a place secretly and continuously: Police officers have been staking out the warehouse for weeks. [παρακολουθώ κρυφά | ουσ. stakeout = μυστική παρακολούθηση χώρου]
[*]to mark or control a particular area so that you can have it or use it: We went to the show early to stake out a good spot. [εξασφαλίζω (π.χ. καλή θέση)]
[*]to state your opinions about something in a way that shows how your ideas are clearly separate from other people’s ideas; (στο Macmillan: to explain your opinion clearly and defend it in a determined way): Johnson staked out the differences between himself and the other candidates. [προσδιορίζω, οριοθετώ]
Η άλλη σημασία του stake, το ποσό ενός στοιχήματος, δεν έχει αποσαφηνιστεί από πού προέρχεται (αν και υποψιάζονται σχέση του πασσάλου με το στοίχημα), σε σημείο που το OED έχει χωριστά τις λέξεις, σαν να είναι ομώνυμα, δηλ. λέξεις με ίδια ορθογραφία και προφορά αλλά διαφορετική προέλευση. (It may be that stake ‘wager’ is the same word, alluding to a supposed former practice of putting the object wagered (such as one’s shirt) on a post before the start of the contest. Ayto, Word Origins)
Για το «στοίχημα», με τη σημασία «το ποσό του στοιχήματος», αυτό που μπορεί να κερδίσει ή να χάσει κανείς στον τζόγο, έχουμε επίσης, εδώ και μερικά χρόνια, τη λέξη διακύβευμα (στις νεότερες εκδόσεις του ΛΝΕΓ, αλλά όχι στο ΛΚΝ) για τη μεταφορική σημασία του stake. Χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει το γαλλικό enjeu, οπότε μεταφέρω εδώ από το γαλλοαγγλικό Robert:
- Quel est le véritable enjeu de ces élections? What is the real issue in these elections? (το διακύβευμα των εκλογών, το κρίσιμο ζήτημα, αυτό που κρίνεται και έχει τη μεγαλύτερη σημασία)
[*]C’est un match sans enjeu. Nothing is at stake in this match. (δηλ. Το αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι, δεν πρόκειται να αλλάξει τα πράγματα.)
[*]Les OGM constituent des enjeux économiques considérables. The economic stakes involved in GMOs are huge. (δηλ. Παίζονται τεράστια οικονομικά συμφέροντα.)
[*]La sécurité est devenue un enjeu politique de taille. Security has become an important political issue. (=μέγα πολιτικό ζήτημα)
Το διακύβευμα, αυτό που παίζεται, που διακυβεύεται, what is at stake, από το αρχαίο διακυβεύω (play at dice) — και μπράβο σ’ όποιον έφτιαξε τη λέξη. Το διακυβεύω χρησιμοποιείται ακόμα, συνήθως στην παθητική: (ΛΚΝ) Mέσα στη δίνη των διεθνών ανακατατάξεων διακυβεύονται ύψιστα εθνικά μας συμφέροντα.
Μεταφράσματα του ρήματος stake: στοιχηματίζω, βάζω στοίχημα, ποντάρω, διακινδυνεύω, διακυβεύω (είπαμε: συνήθ. παθητ.), ρισκάρω, παίζω κορόνα-γράμματα. Π.χ. Jim staked his whole fortune on one card game. | The government has staked its reputation on eliminating the deficit.
I’d stake my life on it = κόβω το κεφάλι μου (και πολλά άλλα). Π.χ.
I’m sure that’s Jesse – I’d stake my life on it. | I’d stake my life on his loyalty.
Πίσω στο ουσιαστικό και σε κάποιες διαφοροποιήσεις της αρχικής σημασίας:
We’re playing for high stakes. Παίζουμε μεγάλα ποσά, κάνουμε χοντρό παιχνίδι. (μτφ.) Διακυβεύονται πολλά.
Climbing is a dangerous sport and the stakes are high. Οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι.
raise the stakes: The Americans have raised the stakes in a bitter fight over imports. Χοντραίνω το παιχνίδι, κάνω ρελάνς, ανεβάζω τον πήχη.
Stake είναι και το κεφάλαιο, το ποσό χρημάτων που διακινδυνεύει κανείς σε μια κερδοσκοπική επιχείρηση, η επένδυση, το μερίδιο συμμετοχής (a majority stake, πλειοψηφικό μερίδιο, πλειοψηφική συμμετοχή): RCS Video has bought a majority stake in Majestic Films International.
Μεταφορικά:
He has a huge stake in making the peace process work. (Έχει τεράστια προσωπική επένδυση / Έχει επενδύσει προσωπικά στην επιτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας.)
Για τον stakeholder (=συμμέτοχο), συζήτηση γίνεται εδώ:
http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=1396
Από τη σημασία του stake στα χαρτιά (ιδίως στο πόκερ), έχουμε το ρήμα stake με τη σημασία «δανείζω για την αγορά κάβας (στο πόκερ)» (π.χ. John went broke, so in order to play Jill had to stake him) και, κατ’ επέκταση, «δανείζω» γενικότερα, «παρέχω τα αναγκαία» (π.χ. His dad staked him money to pay the rent for a month).
Ο πληθυντικός του ουσιαστικού χρησιμοποιείται για διάφορες ιπποδρομίες, έχουμε άλλωστε και το ιπποδρομιακό λαχείο (sweepstakes) και, από εκεί, με τη σημασία της κούρσας ή του διαγωνισμού:
Who are the main contenders in the party leadership stakes? (=κούρσα για την ηγεσία του κόμματος)
They’re running neck and neck in the popularity stakes. | Ben wouldn't score very highly in the popularity stakes. (=διαγωνισμός δημοφιλίας)
Λίγα από τα παραπάνω υπάρχουν σε λεξικά και, επειδή έπιασαν συζήτηση στο μπλογκ του Σαραντάκου για το διακύβευμα, σκέφτηκα ότι είναι ευκαιρία να πλουτίσουμε τα μεταφράσματά μας για το stake. Επειδή δεν τα άφησα να κατακαθίσουν μέσα μου, είναι πολύ πιθανό να σας έρθουν καλύτερες εμπνεύσεις για κάποιους από τους παραπάνω όρους. Πάντα καλοδεχούμενες.