Ερώτηση ενδεχομένως χωρίς απάντηση. «Spiken» είναι λέξη των χημικών εργαστηρίων και σημαίνει την προσθήκη στο δείγμα της υπό ανάλυση ουσίας (στα γερμανικά: Analyt), μια πρακτική που διευκολύνει στη βαθμονόμηση.
Υπάρχει κάτι αντίστοιχο στα δικά μας; Κάτι σαν «εμπλουτισμός» ίσως;
Εδώ το ονομάζει απλώς «προσθήκη», αλλά δεν αποκλείω να υπάρχει και χαρακτηρισμός ως spiking.
Στο άγνωστο δείγμα προστίθεται γνωστή ποσότητα –πολύ μικρού όγκου- προτύπου της υπό προσδιορισμό ουσίας. Η προσθήκη αντιστοιχεί σε αύξηση της συγκέντρωση κατά ΔC της ουσίας. Η προσθήκη πολύ μικρού όγκου σημαίνει ότι: 1) Δεν μεταβάλλεται ο όγκος του δείγματος, 2) Δεν διαταράσσεται η «μήτρα» του δείγματος.
Ισχύει βέβαια και ο εμβολιασμός (το δίνουν τα λεξικά), αν και εγώ το κρατάω για τη μικροβιολογία και την ιατρική (για το inoculation). Νομίζω ότι δηλώνει περισσότερο μια προσθήκη τυχαίας ποσότητας, δεν έχει την ακρίβεια του spiking.