spiken (χημική αργκό)

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ερώτηση ενδεχομένως χωρίς απάντηση. «Spiken» είναι λέξη των χημικών εργαστηρίων και σημαίνει την προσθήκη στο δείγμα της υπό ανάλυση ουσίας (στα γερμανικά: Analyt), μια πρακτική που διευκολύνει στη βαθμονόμηση.

Υπάρχει κάτι αντίστοιχο στα δικά μας; Κάτι σαν «εμπλουτισμός» ίσως;
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Εδώ το ονομάζει απλώς «προσθήκη», αλλά δεν αποκλείω να υπάρχει και χαρακτηρισμός ως spiking.

Στο άγνωστο δείγμα προστίθεται γνωστή ποσότητα –πολύ μικρού όγκου- προτύπου της υπό προσδιορισμό ουσίας. Η προσθήκη αντιστοιχεί σε αύξηση της συγκέντρωση κατά ΔC της ουσίας. Η προσθήκη πολύ μικρού όγκου σημαίνει ότι: 1) Δεν μεταβάλλεται ο όγκος του δείγματος, 2) Δεν διαταράσσεται η «μήτρα» του δείγματος.

Edit: Και η έρευνα στο Γκουγκλ το αποδεικνύει.https://goo.gl/a0jzQl

Εμβολιασμός, spiking, spiked δείγματα και ενοφθαλμισμένα.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Άρα και το γερμανικό από το spiking προήλθε πιθανότατα. Ευχ, Άλεξ!
 
Εμένα μου αρέσει ο «εμπλουτισμός» αλλά νομίζω ότι περισσότερο χρησιμοποιείται η (εξωγενής) προσθήκη ή η προσθήκη σταθερής ποσότητας.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ο εμβολιασμός, όχι; (Το κείμενό μου περιγράφει τη διαδικασία, άρα χρειάζομαι έναν χαρακτηρισμό της.)
 
Ισχύει βέβαια και ο εμβολιασμός (το δίνουν τα λεξικά), αν και εγώ το κρατάω για τη μικροβιολογία και την ιατρική (για το inoculation). Νομίζω ότι δηλώνει περισσότερο μια προσθήκη τυχαίας ποσότητας, δεν έχει την ακρίβεια του spiking.
 
Top