The act of catching sight of something, especially something unusual or searched for: a sighting of a whale in the harbor; a reported sighting of a UFO.
Καταρχάς μού έκανε εντύπωση που δεν το βρήκα καθόλου στα αγγλοελληνικά λεξικά με αυτή την έννοια. Η Magenta έχει μόνο sighting shot = διορθωτική βολή. Το answers.com έχει μόνο sighting = σκόπευση.
Στο ΙΑΤΕ το βρίσκω ως "παρατήρηση", αλλά δεν νομίζω ότι είναι ακριβές για την απόδοση τού "the act of catching sight of something" -- αρκεί να το σκεφτούμε ως UFO sightings, ή ακόμα και celebrity sightings για να καταλάβουμε ότι δεν ταιριάζει η λέξη "παρατήρηση".
Καταρχάς μού έκανε εντύπωση που δεν το βρήκα καθόλου στα αγγλοελληνικά λεξικά με αυτή την έννοια. Η Magenta έχει μόνο sighting shot = διορθωτική βολή. Το answers.com έχει μόνο sighting = σκόπευση.
Στο ΙΑΤΕ το βρίσκω ως "παρατήρηση", αλλά δεν νομίζω ότι είναι ακριβές για την απόδοση τού "the act of catching sight of something" -- αρκεί να το σκεφτούμε ως UFO sightings, ή ακόμα και celebrity sightings για να καταλάβουμε ότι δεν ταιριάζει η λέξη "παρατήρηση".