Ένα νέο θεμελιώδες γεωμετρικό στερεό, το «σκουτοειδές», ποια η σημαντικότητά του, περί της ονοματολογίας του — και το συνεπακόλουθο δίλημμα «θυρεοειδής ή θυροειδής;»
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΥΤΟΕΙΔΕΣ
Ένα νέο σχήμα θεμελιώδους γεωμετρικού στερεού “ανακαλύφθηκε” —ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, αναγνωρίστηκε και ονοματίστηκε— το οποίο διαφέρει από τα ως τώρα γνωστά σε όλους στερεά του πρίσματος και του πρισματοειδούς. Στο πρίσμα οι βάσεις είναι ίσα πολύγωνα σε παράλληλα επίπεδα κι όλες οι παράπλευρες έδρες είναι παραλληλόγραμμα. Στο πρισματοειδές οι βάσεις είναι άνισα ή ανόμοια πολύγωνα σε παράλληλα επίπεδα, και δεν υπάρχουν κορυφές άλλες από τις κορυφές των βάσεών του. Η διαφορά του σκουτοειδούς από το πρισματοειδές είναι ότι υπάρχει μία ακόμη κορυφή εκτός των βάσεων (θέτοντάς το έτσι αυτομάτως εκτός της οικογένειας των πολυέδρων).
ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ
Το σκουτοειδές μπορεί να θεωρηθεί ως υβρίδιο πρισματοειδούς και κόλουρης πυραμίδας, έχει συνήθως ένα χαρακτηριστικό Υ στη μία μεριά του, και είναι σημαντικό διότι εξηγεί το πώς τα κύτταρα του επιθηλιακού ιστού μπορούν και είναι τόσο στενά και πυκνά συνδεδεμένα μεταξύ τους, αφήνοντας ελάχιστο μεσοκυττάριο χώρο — και καταφέρνουν να διατηρούν αυτή την πυκνή αλληλοσύνδεσή τους ακόμη και όταν ο ιστός παίρνει ακραίες τιμές καμπυλότητας. Για την ακρίβεια, η δομή του σκουτοειδούς εμφανίζεται παντού στη φύση, είτε πρόκειται για διαμορφούμενους ιστούς υπό ανάπτυξη είτε για πλήρως ώριμα κύτταρα· εύλογα κάποιος μπορεί να πει πως, και εμείς ειδικότερα αλλά κι όλοι οι έμβιοι οργανισμοί γενικότερα, είμαστε φτιαγμένοι από σκουτοειδή απ’ την κορφή ως τα νύχια.
ΠΩΣ ΠΗΡΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ
Η ονοματοδοσία του σκουτοειδούς έχει μία “επίσημη” επεξήγηση και μια ανεπίσημη εξιστόρηση. Η επίσημη ετυμολόγηση του σκουτοειδούς είναι ότι προέρχεται από τις λατινικές λέξεις scutum και scutellum, οι οποίες περιγράφουν μια ανάλογη ανατομική λεπτομέρεια (σε δύο διαστάσεις) ορισμένων εντόμων — με το χαρακτηριστικό σχήμα Υ. Τα εν λόγω μέρη βρίσκονται στον θώρακα (και συγκεκριμένα στο νώτο) και οι εντομολόγοι τα αποκαλούν στα ελληνικά «θυρεό» ή «θυρεοειδή πλάκα». Ανεπίσημα, οι ερευνητές που συμμετείχαν στην ομάδα η οποία προέβη και στην αρχική δημοσίευση (Scutoids are a geometrical solution to three-dimensional packing of epithelia) ανέφεραν ότι το ονόμασαν αρχικά έτσι λόγω του επικεφαλής βιολόγου Luis M. Escudero, παίρνοντας το [Ε]scu- από το επώνυμό του και προσθέτοντας την κατάληξη –toid (κατά το prismatoid).
ΠΟΙΑ Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Όποια πάντως και να είναι η επεξηγηματική ιστορία για την ετυμολογία της λέξης «σκουτοειδές», η ουσία είναι πως στην αρχή της υπάρχει το λατινικό scūtum· διότι και το scutellum είναι παράγωγο (υποκοριστικό) του scūtum [πρβλ. castellum < castrum· flagellum < flagrum], και το escudero προέρχεται από το λατινικό scūtārius, το οποίο είναι επαγγελματικό ουσιαστικό από το scūtum (και πάλι). Το λατ. scūtum ανάγεται σε ΠΙΕ *skoi-to-, χωρίς να είναι απόλυτα βέβαιη η σύνδεσή του με ΠΙΕ *skei-/*skid- (που δίνει το λατ. scindō και το ελλην. σχίζω, μεταξύ άλλων), αλλά πάντως νοηματική συνάφεια υφίσταται λόγω του τρόπου κατασκευής του.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΑΤΗΡ SCUTUM
H ιστορία του λατινικού scūtum έχει ενδιαφέρον. Εμφανίζεται τον 4ο π.Χ. αι., για να περιγράψει ένα νέο αντικείμενο του εξοπλισμού μάχης (αν και ίσως απώτατη πηγή έμπνευσης για αυτό να αποτέλεσαν φυλές της Κ ή Ν Ιταλίας ή και κελτικά φύλα). Μέχρι τότε, η έννοια της ασπίδας παρέπεμπε σε κυκλικού σχήματος αντικείμενο το οποίο είχε διαστάσεις και βάρος τέτοια που επέτρεπαν στον μαχητή να την κρατά στον αέρα με το ένα χέρι του· η ασπίδα αυτή, τόσο χαρακτηριστική στις πολεμικές παραστάσεις Ελλήνων, καλούνταν στα λατινικά clipeus. Στην κλασική Ελλάδα, άλλη μορφή ασπίδας ήταν και η πέλτη (κυκλική με ημισεληνόσχημο άνοιγμα στο επάνω μέρος). Όμως οι Ρωμαίοι αντιλαμβάνονται πως για το είδος του πολέμου που εξαναγκάζονται να κάνουν, χρειάζονται κάποια διαφορετική αμυντική προστασία. Προς τα τέλη του 4ου π.Χ. αι., λοιπόν, και στη διάρκεια των Σαμνιτικών πολέμων, οι Ρωμαίοι αλλάζουν τον τρόπο της διάταξης μάχης που χρησιμοποιούν από φάλαγγα οπλιτών σε παράταξη με τρεις επάλληλες γραμμές μάχης (triplex acies), όπου στην πρώτη εξ αυτών βρίσκονται οι δορυφόροι hastāti, οι λιγότερο έμπειροι απ’ όλη την παράταξη μάχης, οι οποίοι για να προστατευτούν καλύτερα έχουν μια σημαντικά μεγαλύτερων διαστάσεων ασπίδα, στρογγυλεμένη στις γωνίες ή και ακριβώς παραλληλόγραμμη, και με μια ελαφριά εγκάρσια καμπυλότητα, η οποία κάλυπτε μεγάλο μέρος του σώματος του φέροντος. Είναι ξύλινη στην κατασκευή και μοιάζει με πόρτα, λέγεται δε scūtum — οπότε δεν είναι καθόλου περίεργο που οι Έλληνες, που τότε πρωτόβλεπαν αυτή την επιμήκη, ποδήρη και θυρόμορφη (και θυρότροπη, ως αμυντική λογική) κατασκευή να την αποκαλέσουν «θυρεό».
ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ Ο ΘΥΡΕΟΣ
Η ελλην. λέξη «θυρεός» αρχικά περιέγραφε αυτό με το οποίο κλείνει το άνοιγμα μιας θύρας (για μια τέτοια πέτρα διαβάζουμε στην Οδύσσεια: «αὐτὰρ ἔπειτ’ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ’ ἀείρας, ὄβριμον» και «ῥηϊδίως ἀφελὼν θυρεὸν μέγαν»), εξ ου και ο σχηματισμός της λέξης από τη λέξη «θύρα» και την κατάληξη -εFός· ήδη από τον 3ο π.Χ. αι. η λέξη χρησιμοποιείται ευρύτατα για την απόδοση του λατ. scūtum. Το πόσο διαδεδομένη είναι η χρήση της λ. «θυρεός» για να δηλώσει την ασπίδα το βλέπουμε και στην μετάφραση των Εβδομήκοντα, όπου χρησιμοποιείται ως απόδοση και του εβρ. מָגֵן (μαγκέν): «ἀναστάντες, οἱ ἄρχοντες, ἑτοιμάσατε θυρεούς» (Ησαΐας 21, 5) — εκεί όπου δεν υπάρχει κάποιο λατ. scūtum. Η λέξη «θυρεός» αποκτά στη συνέχεια και σημασίες σχετικές με την εραλδική (οικοσημολογία), ακολουθώντας τις σημασιακές επεκτάσεις λέξεων της αυτής ετυμολογικής οικογένειας και σε άλλες γλώσσες.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ Ή ΘΥΡΟΕΙΔΗΣ;
Ο πρώτος που χρησιμοποιεί το σχήμα του θυρεού (δηλ. της επιμήκους ποδήρους ασπίδας scutum των Ρωμαίων) για να περιγράψει κάτι είναι ο Γαληνός, ονομάζοντας «θυρεοειδή χόνδρο» τον μεγαλύτερο χόνδρο του λάρυγγα, στον οποίο αντιστοιχεί το μήλο του Αδάμ — αυτόν που κοινώς αποκαλούμε «καρύδι». Στη συνέχεια δόθηκε το όνομα «θυρεοειδής» και στον αδένα που βρίσκεται στην ίδια περιοχή. Ο ίδιος ο Γαληνός λόγω σχήματος (ότι δηλαδή μοιάζει με θύρα — όχι με θυρεό) ονόμασε «θυροειδές τρήμα» καθεμιά από τις δύο οπές στο κάτω μέρος της λεκάνης. Στην αρχαιότητα ενδέχεται να υπήρχε ήδη μια σύγχυση μεταξύ των δύο όρων· αλλά, εδώ που τα λέμε, εννοιολογικά δεν προέκυπτε και κάποια δα αξιοσημείωτη διάκριση μεταξύ των δύο σχημάτων, θυρεού και θύρας — αφού αμφότερα περιέγραφαν λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα σχηματικά. Όταν οι όροι της ανατομίας μεταφέρθηκαν στην αγγλική, χρησιμοποιήθηκε ένας ενιαίος όρος και για το θυρεοειδής και για το θυροειδής: thyroid (σημειώνουμε, ωστόσο, ότι το μεταφραστικό ακριβές αντίστοιχο νεολατινικό scutiformis χρησιμοποιήθηκε κυρίως στη βιολογία· στη δε πύελο πλέον έχει μάλλον επικρατήσει στα αγγλικά η ορολογία με βάση τον όρο obturator αντί του thyroid, αν και αυτό δεν αφορά την ελληνική ορολογία που παραμένει θυροειδοκεντρική). Τα ελληνικά λεξικά και οι διορθωτές δέχονται ως μοναδικό ορθό το «θυρεοειδής» (ακόμη και εκεί όπου ο ίδιος ο Γαληνός έλεγε «θυροειδής»), στην πράξη όμως —και κάτω από την πανίσχυρη επίδραση του αγγλ. thyroid, συνεπικουρούμενης από την ευκολότερη εκφορά τού θυρο- έναντι του θυρεο-— ένα σημαντικότατο μέρος των χρηστών της ελληνικής (στους οποίους περιλαμβάνονται και ειδικοί του ιατρικού πεδίου) λέει και γράφει «θυροειδής». Και, όπως ήδη σχολιάστηκε παραπάνω, ουσιώδης διαφορά δεν υπάρχει — αν και καλό είναι να είναι γνωστό το γενικότερα αποδεκτό ως ορθό, μέχρι να ενημερωθούν δεόντως και τα λεξικά.
ΤΟ SCUTUM ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ
Συχνά το scutum αποδίδεται στην αγγλική με το γενικό «ασπίδα» (shield), εκτός και αν υπάρχει λόγος διάκρισής του από τη τυπική κυκλική ασπίδα — συνήθως για να τονιστεί το σχήμα του. Λέξεις της αγγλικής που ανάγονται ετυμολογικά μετά βεβαιότητας στο λατ. scūtum είναι οι: ο τίτλος esquire, η λέξη squire “ιπποκόμος· καβαλιέρος· γαιοκτήμονας· […]”, τα escutcheon και scutcheon “θυρεός· […]”, το γαλλικό νόμισμα écu, το ιταλικό νόμισμα scudo, το πορτογαλικό νόμισμα escudo, η ιταλική λέξη scuderia “στάβλος” που κατέστη παγκοσμίως γνωστή λόγω Ferrari, το γαλλικό écuyer “ιπποκόμος· ιππέας· σταβλάρχης· […]” κ.ά.
ΤΟ SCUTUM ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ: ΣΚΟΥΤ-
1. Η ΣΚΟΥΤΑ
Στην ελληνική γλώσσα υπάρχει η σκοῦτα, την οποία τα λεξικά (LSJ και Δημητράκος) αναφέρουν πως είναι η ασπίδα, αλλά η μόνη αναφορά που βρίσκω είναι στο έργο «Μετρικά» του Ήρωνα ως εξής: «μέτρησις σκούτας στρογγύλης», πράγμα που δεν είναι ευθυγραμμισμένο με το σχήμα τού scūtum. Μία εικασία μπορεί να είναι πως η σκοῦτα προέκυψε με διαδικασία αντίστροφη του υποκορισμού αφότου είχε ήδη εδραιωθεί το υποκοριστικό «σκουτάριον», μια άλλη πως η λέξη λειτούργησε μέσω της αφαίρεσης ως νοητικός εκπρόσωπος όλων των μορφών ασπίδας (εξ ου και ο επιθετικός προσδιορισμός «στρογγύλη» εδώ), και τέλος μια άλλη [κι η πιο εύλογη, κατά τη γνώμη μου] ότι εδώ τα λεξικά κάνουν λάθος και στην πραγματικότητα πρόκειται για το λατ. scūta “ρηχό πιάτο, ταψί” το οποίο προέρχεται από το λατ. scutra. Οι Walde & Hoffinann θεωρούν ότι το λατ. scūta είναι back-formation από το scutella (υποκοριστικού τού scutra), με πιθανή επίδραση του scūtum (για το μακρό ū) λόγω εννοιολογικής συνάφειας (καθότι μια αντεστραμμένη ασπίδα είναι σαν μεγάλη πιατέλα).
2. ΤΟ ΣΚΟΥΤΑΡΙ
Πολύ πιο εύλογο από το να έδωσε το λατ. scūtum θηλυκό «σκούτα» είναι το να έδωσε ουδέτερο (λόγω της κατάληξης –um) σκοῦτον· αυτή τη διαδρομή δέχονται ΛΚΝ και ΜΗΛΝΕΓ, και με υποκορισμό της λέξης σκοῦτον προκύπτει το «σκουτάριον». Το υποκοριστικό αυτό μετεξελίχθηκε σε «σκουτάριν» κι έγινε κοινότατο στην ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιείται και στη νέα («σκουτάρι») κι έγινε συνώνυμο της ασπίδας εν γένει (δηλ. δεν γίνεται πλέον αντιληπτό ως υποκοριστικό). Σε αυτό βοήθησε και η λέξη «σκουτάριος» (λατ. scūtārius), η οποία αρχικώς δήλωνε τον κατασκευαστή ασπίδων και στη συνέχεια και τον φέροντα σκουτάριον — στο Βυζάντιο ο σκουτάριος ήταν μέλος της ιδιαίτερης σωματοφυλακής του αυτοκράτορα, και κατόπιν και υψηλόβαθμος αυλικός.
Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ SCUTOID ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
1. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ «ΑΣΠΙΔΑ»;
Αν και ενίοτε το scutum αποδίδεται στην ελληνική με το γενικό «ασπίδα» —για παράδειγμα, υπάρχει αστερισμός (που περιλαμβάνεται μεταξύ των 88 “επίσημων αστερισμών” που θέσπισε η IAU) ονόματι Scutum, ο οποίος στα ελληνικά καλείται Ασπίς —, όταν το ζητούμενο είναι να εκφράσουμε μέσω ενός όρου το σχήμα, τότε ίσως η λέξη «ασπιδοειδές» να μην είναι η πιο κατάλληλη — επειδή απλούστατα οι ασπίδες δεν έχουν ένα συγκεκριμένο κι ενιαίο σχήμα. Εδώ να σημειωθεί πως η λέξη ασπιδοειδής έχει χρησιμοποιηθεί και για να περιγράψει το σχήμα του φιδιού ασπίδα (που είναι το όνομα με το οποίο ήταν γνωστή η κόμπρα στην αρχαιότητα). Η λέξη «ασπιδόεν» (ουδέτερο της λ. ασπιδόεις), πέρα από την αμφιβολία για το ποιο ακριβώς σχήμα ασπίδας νοείται εδώ, στερείται και της κατάληξης –ειδές η οποία αντιστοιχεί στο –oid και υπαγορεύεται από την αρχή της συνέπειας στον σχηματισμό των όρων (πρβλ. πρισματοειδές).
2. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ «ΘΥΡΕΟ»;
Είδαμε ότι, ιδίως στους χρόνους της κοινής και μεταγενέστερα, η λέξη «θυρεός» αποτελούσε τη βασική και κυρίαρχη απόδοση για το λατ. scutum — οπότε εύλογα η αναζήτηση ορολογικής απόδοσης τον περιλαμβάνει. Ωστόσο, αφενός η πανίσχυρη αντιστοίχιση του «θυρεοειδής» με το αγγλ. thyroid (και με το σχήμα που αυτά έχουν ή με το οποίο αυτά γίνονται αντιληπτά από τους χρήστες της γλώσσας) κι αφετέρου η σύγχυση των δύο τύπων (θυρεοειδής και θυροειδής) δεν κάνουν και ό,τι καλύτερο το να επιδιωχθεί μια απόδοση του scutoid με βάση τον «θυρεό».
3. ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΘΕΜΑ «ΣΚΟΥΤ-»
Καθόσον όπως τεκμηριώθηκε πιο πάνω το θέμα σκουτ- είναι σε χρήση στην ελληνική γλώσσα, και επειδή οι όποιες άλλες οροδοτικές επιλογές υστερούν για την απόδοση του scutoid, φρονώ πως το να το πούμε «σκουτοειδές» υπηρετεί επαρκώς τις αρχές σχηματισμού των όρων. Επίσης, με τη συγκεκριμένη απόδοση καλύπτονται και οι δύο εκδοχές για την προέλευση του ονόματος του στερεού αυτού. Άλλωστε, αστειευόμενοι θα μπορούσαμε να πούμε, κι η παρετυμολογική επίδραση από το «σκούτερ» βοηθά κι εκείνη λίγο τον όρο «σκουτοειδές», αφού η μεριά με δομή Υ προσομοιάζει με τη χαρακτηριστική εμπρόσθια όψη των συμπαθών αυτών κατασκευασμάτων.
Η αρχική μου δημοσίευση: https://www.facebook.com/serafeim1/posts/10156098492022772
H δημοσίευσή μου με εικόνες: https://www.linkedin.com/pulse/σκουτοειδές-ένα-νέο-θεμελιώδες-γεωμετρικό-στερεό-ποια-sakis-serafeim/
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΥΤΟΕΙΔΕΣ
Ένα νέο σχήμα θεμελιώδους γεωμετρικού στερεού “ανακαλύφθηκε” —ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, αναγνωρίστηκε και ονοματίστηκε— το οποίο διαφέρει από τα ως τώρα γνωστά σε όλους στερεά του πρίσματος και του πρισματοειδούς. Στο πρίσμα οι βάσεις είναι ίσα πολύγωνα σε παράλληλα επίπεδα κι όλες οι παράπλευρες έδρες είναι παραλληλόγραμμα. Στο πρισματοειδές οι βάσεις είναι άνισα ή ανόμοια πολύγωνα σε παράλληλα επίπεδα, και δεν υπάρχουν κορυφές άλλες από τις κορυφές των βάσεών του. Η διαφορά του σκουτοειδούς από το πρισματοειδές είναι ότι υπάρχει μία ακόμη κορυφή εκτός των βάσεων (θέτοντάς το έτσι αυτομάτως εκτός της οικογένειας των πολυέδρων).
ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ
Το σκουτοειδές μπορεί να θεωρηθεί ως υβρίδιο πρισματοειδούς και κόλουρης πυραμίδας, έχει συνήθως ένα χαρακτηριστικό Υ στη μία μεριά του, και είναι σημαντικό διότι εξηγεί το πώς τα κύτταρα του επιθηλιακού ιστού μπορούν και είναι τόσο στενά και πυκνά συνδεδεμένα μεταξύ τους, αφήνοντας ελάχιστο μεσοκυττάριο χώρο — και καταφέρνουν να διατηρούν αυτή την πυκνή αλληλοσύνδεσή τους ακόμη και όταν ο ιστός παίρνει ακραίες τιμές καμπυλότητας. Για την ακρίβεια, η δομή του σκουτοειδούς εμφανίζεται παντού στη φύση, είτε πρόκειται για διαμορφούμενους ιστούς υπό ανάπτυξη είτε για πλήρως ώριμα κύτταρα· εύλογα κάποιος μπορεί να πει πως, και εμείς ειδικότερα αλλά κι όλοι οι έμβιοι οργανισμοί γενικότερα, είμαστε φτιαγμένοι από σκουτοειδή απ’ την κορφή ως τα νύχια.
ΠΩΣ ΠΗΡΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ
Η ονοματοδοσία του σκουτοειδούς έχει μία “επίσημη” επεξήγηση και μια ανεπίσημη εξιστόρηση. Η επίσημη ετυμολόγηση του σκουτοειδούς είναι ότι προέρχεται από τις λατινικές λέξεις scutum και scutellum, οι οποίες περιγράφουν μια ανάλογη ανατομική λεπτομέρεια (σε δύο διαστάσεις) ορισμένων εντόμων — με το χαρακτηριστικό σχήμα Υ. Τα εν λόγω μέρη βρίσκονται στον θώρακα (και συγκεκριμένα στο νώτο) και οι εντομολόγοι τα αποκαλούν στα ελληνικά «θυρεό» ή «θυρεοειδή πλάκα». Ανεπίσημα, οι ερευνητές που συμμετείχαν στην ομάδα η οποία προέβη και στην αρχική δημοσίευση (Scutoids are a geometrical solution to three-dimensional packing of epithelia) ανέφεραν ότι το ονόμασαν αρχικά έτσι λόγω του επικεφαλής βιολόγου Luis M. Escudero, παίρνοντας το [Ε]scu- από το επώνυμό του και προσθέτοντας την κατάληξη –toid (κατά το prismatoid).
ΠΟΙΑ Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Όποια πάντως και να είναι η επεξηγηματική ιστορία για την ετυμολογία της λέξης «σκουτοειδές», η ουσία είναι πως στην αρχή της υπάρχει το λατινικό scūtum· διότι και το scutellum είναι παράγωγο (υποκοριστικό) του scūtum [πρβλ. castellum < castrum· flagellum < flagrum], και το escudero προέρχεται από το λατινικό scūtārius, το οποίο είναι επαγγελματικό ουσιαστικό από το scūtum (και πάλι). Το λατ. scūtum ανάγεται σε ΠΙΕ *skoi-to-, χωρίς να είναι απόλυτα βέβαιη η σύνδεσή του με ΠΙΕ *skei-/*skid- (που δίνει το λατ. scindō και το ελλην. σχίζω, μεταξύ άλλων), αλλά πάντως νοηματική συνάφεια υφίσταται λόγω του τρόπου κατασκευής του.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΑΤΗΡ SCUTUM
H ιστορία του λατινικού scūtum έχει ενδιαφέρον. Εμφανίζεται τον 4ο π.Χ. αι., για να περιγράψει ένα νέο αντικείμενο του εξοπλισμού μάχης (αν και ίσως απώτατη πηγή έμπνευσης για αυτό να αποτέλεσαν φυλές της Κ ή Ν Ιταλίας ή και κελτικά φύλα). Μέχρι τότε, η έννοια της ασπίδας παρέπεμπε σε κυκλικού σχήματος αντικείμενο το οποίο είχε διαστάσεις και βάρος τέτοια που επέτρεπαν στον μαχητή να την κρατά στον αέρα με το ένα χέρι του· η ασπίδα αυτή, τόσο χαρακτηριστική στις πολεμικές παραστάσεις Ελλήνων, καλούνταν στα λατινικά clipeus. Στην κλασική Ελλάδα, άλλη μορφή ασπίδας ήταν και η πέλτη (κυκλική με ημισεληνόσχημο άνοιγμα στο επάνω μέρος). Όμως οι Ρωμαίοι αντιλαμβάνονται πως για το είδος του πολέμου που εξαναγκάζονται να κάνουν, χρειάζονται κάποια διαφορετική αμυντική προστασία. Προς τα τέλη του 4ου π.Χ. αι., λοιπόν, και στη διάρκεια των Σαμνιτικών πολέμων, οι Ρωμαίοι αλλάζουν τον τρόπο της διάταξης μάχης που χρησιμοποιούν από φάλαγγα οπλιτών σε παράταξη με τρεις επάλληλες γραμμές μάχης (triplex acies), όπου στην πρώτη εξ αυτών βρίσκονται οι δορυφόροι hastāti, οι λιγότερο έμπειροι απ’ όλη την παράταξη μάχης, οι οποίοι για να προστατευτούν καλύτερα έχουν μια σημαντικά μεγαλύτερων διαστάσεων ασπίδα, στρογγυλεμένη στις γωνίες ή και ακριβώς παραλληλόγραμμη, και με μια ελαφριά εγκάρσια καμπυλότητα, η οποία κάλυπτε μεγάλο μέρος του σώματος του φέροντος. Είναι ξύλινη στην κατασκευή και μοιάζει με πόρτα, λέγεται δε scūtum — οπότε δεν είναι καθόλου περίεργο που οι Έλληνες, που τότε πρωτόβλεπαν αυτή την επιμήκη, ποδήρη και θυρόμορφη (και θυρότροπη, ως αμυντική λογική) κατασκευή να την αποκαλέσουν «θυρεό».
ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ Ο ΘΥΡΕΟΣ
Η ελλην. λέξη «θυρεός» αρχικά περιέγραφε αυτό με το οποίο κλείνει το άνοιγμα μιας θύρας (για μια τέτοια πέτρα διαβάζουμε στην Οδύσσεια: «αὐτὰρ ἔπειτ’ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ’ ἀείρας, ὄβριμον» και «ῥηϊδίως ἀφελὼν θυρεὸν μέγαν»), εξ ου και ο σχηματισμός της λέξης από τη λέξη «θύρα» και την κατάληξη -εFός· ήδη από τον 3ο π.Χ. αι. η λέξη χρησιμοποιείται ευρύτατα για την απόδοση του λατ. scūtum. Το πόσο διαδεδομένη είναι η χρήση της λ. «θυρεός» για να δηλώσει την ασπίδα το βλέπουμε και στην μετάφραση των Εβδομήκοντα, όπου χρησιμοποιείται ως απόδοση και του εβρ. מָגֵן (μαγκέν): «ἀναστάντες, οἱ ἄρχοντες, ἑτοιμάσατε θυρεούς» (Ησαΐας 21, 5) — εκεί όπου δεν υπάρχει κάποιο λατ. scūtum. Η λέξη «θυρεός» αποκτά στη συνέχεια και σημασίες σχετικές με την εραλδική (οικοσημολογία), ακολουθώντας τις σημασιακές επεκτάσεις λέξεων της αυτής ετυμολογικής οικογένειας και σε άλλες γλώσσες.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ Ή ΘΥΡΟΕΙΔΗΣ;
Ο πρώτος που χρησιμοποιεί το σχήμα του θυρεού (δηλ. της επιμήκους ποδήρους ασπίδας scutum των Ρωμαίων) για να περιγράψει κάτι είναι ο Γαληνός, ονομάζοντας «θυρεοειδή χόνδρο» τον μεγαλύτερο χόνδρο του λάρυγγα, στον οποίο αντιστοιχεί το μήλο του Αδάμ — αυτόν που κοινώς αποκαλούμε «καρύδι». Στη συνέχεια δόθηκε το όνομα «θυρεοειδής» και στον αδένα που βρίσκεται στην ίδια περιοχή. Ο ίδιος ο Γαληνός λόγω σχήματος (ότι δηλαδή μοιάζει με θύρα — όχι με θυρεό) ονόμασε «θυροειδές τρήμα» καθεμιά από τις δύο οπές στο κάτω μέρος της λεκάνης. Στην αρχαιότητα ενδέχεται να υπήρχε ήδη μια σύγχυση μεταξύ των δύο όρων· αλλά, εδώ που τα λέμε, εννοιολογικά δεν προέκυπτε και κάποια δα αξιοσημείωτη διάκριση μεταξύ των δύο σχημάτων, θυρεού και θύρας — αφού αμφότερα περιέγραφαν λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα σχηματικά. Όταν οι όροι της ανατομίας μεταφέρθηκαν στην αγγλική, χρησιμοποιήθηκε ένας ενιαίος όρος και για το θυρεοειδής και για το θυροειδής: thyroid (σημειώνουμε, ωστόσο, ότι το μεταφραστικό ακριβές αντίστοιχο νεολατινικό scutiformis χρησιμοποιήθηκε κυρίως στη βιολογία· στη δε πύελο πλέον έχει μάλλον επικρατήσει στα αγγλικά η ορολογία με βάση τον όρο obturator αντί του thyroid, αν και αυτό δεν αφορά την ελληνική ορολογία που παραμένει θυροειδοκεντρική). Τα ελληνικά λεξικά και οι διορθωτές δέχονται ως μοναδικό ορθό το «θυρεοειδής» (ακόμη και εκεί όπου ο ίδιος ο Γαληνός έλεγε «θυροειδής»), στην πράξη όμως —και κάτω από την πανίσχυρη επίδραση του αγγλ. thyroid, συνεπικουρούμενης από την ευκολότερη εκφορά τού θυρο- έναντι του θυρεο-— ένα σημαντικότατο μέρος των χρηστών της ελληνικής (στους οποίους περιλαμβάνονται και ειδικοί του ιατρικού πεδίου) λέει και γράφει «θυροειδής». Και, όπως ήδη σχολιάστηκε παραπάνω, ουσιώδης διαφορά δεν υπάρχει — αν και καλό είναι να είναι γνωστό το γενικότερα αποδεκτό ως ορθό, μέχρι να ενημερωθούν δεόντως και τα λεξικά.
ΤΟ SCUTUM ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ
Συχνά το scutum αποδίδεται στην αγγλική με το γενικό «ασπίδα» (shield), εκτός και αν υπάρχει λόγος διάκρισής του από τη τυπική κυκλική ασπίδα — συνήθως για να τονιστεί το σχήμα του. Λέξεις της αγγλικής που ανάγονται ετυμολογικά μετά βεβαιότητας στο λατ. scūtum είναι οι: ο τίτλος esquire, η λέξη squire “ιπποκόμος· καβαλιέρος· γαιοκτήμονας· […]”, τα escutcheon και scutcheon “θυρεός· […]”, το γαλλικό νόμισμα écu, το ιταλικό νόμισμα scudo, το πορτογαλικό νόμισμα escudo, η ιταλική λέξη scuderia “στάβλος” που κατέστη παγκοσμίως γνωστή λόγω Ferrari, το γαλλικό écuyer “ιπποκόμος· ιππέας· σταβλάρχης· […]” κ.ά.
ΤΟ SCUTUM ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ: ΣΚΟΥΤ-
1. Η ΣΚΟΥΤΑ
Στην ελληνική γλώσσα υπάρχει η σκοῦτα, την οποία τα λεξικά (LSJ και Δημητράκος) αναφέρουν πως είναι η ασπίδα, αλλά η μόνη αναφορά που βρίσκω είναι στο έργο «Μετρικά» του Ήρωνα ως εξής: «μέτρησις σκούτας στρογγύλης», πράγμα που δεν είναι ευθυγραμμισμένο με το σχήμα τού scūtum. Μία εικασία μπορεί να είναι πως η σκοῦτα προέκυψε με διαδικασία αντίστροφη του υποκορισμού αφότου είχε ήδη εδραιωθεί το υποκοριστικό «σκουτάριον», μια άλλη πως η λέξη λειτούργησε μέσω της αφαίρεσης ως νοητικός εκπρόσωπος όλων των μορφών ασπίδας (εξ ου και ο επιθετικός προσδιορισμός «στρογγύλη» εδώ), και τέλος μια άλλη [κι η πιο εύλογη, κατά τη γνώμη μου] ότι εδώ τα λεξικά κάνουν λάθος και στην πραγματικότητα πρόκειται για το λατ. scūta “ρηχό πιάτο, ταψί” το οποίο προέρχεται από το λατ. scutra. Οι Walde & Hoffinann θεωρούν ότι το λατ. scūta είναι back-formation από το scutella (υποκοριστικού τού scutra), με πιθανή επίδραση του scūtum (για το μακρό ū) λόγω εννοιολογικής συνάφειας (καθότι μια αντεστραμμένη ασπίδα είναι σαν μεγάλη πιατέλα).
2. ΤΟ ΣΚΟΥΤΑΡΙ
Πολύ πιο εύλογο από το να έδωσε το λατ. scūtum θηλυκό «σκούτα» είναι το να έδωσε ουδέτερο (λόγω της κατάληξης –um) σκοῦτον· αυτή τη διαδρομή δέχονται ΛΚΝ και ΜΗΛΝΕΓ, και με υποκορισμό της λέξης σκοῦτον προκύπτει το «σκουτάριον». Το υποκοριστικό αυτό μετεξελίχθηκε σε «σκουτάριν» κι έγινε κοινότατο στην ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιείται και στη νέα («σκουτάρι») κι έγινε συνώνυμο της ασπίδας εν γένει (δηλ. δεν γίνεται πλέον αντιληπτό ως υποκοριστικό). Σε αυτό βοήθησε και η λέξη «σκουτάριος» (λατ. scūtārius), η οποία αρχικώς δήλωνε τον κατασκευαστή ασπίδων και στη συνέχεια και τον φέροντα σκουτάριον — στο Βυζάντιο ο σκουτάριος ήταν μέλος της ιδιαίτερης σωματοφυλακής του αυτοκράτορα, και κατόπιν και υψηλόβαθμος αυλικός.
Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ SCUTOID ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
1. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ «ΑΣΠΙΔΑ»;
Αν και ενίοτε το scutum αποδίδεται στην ελληνική με το γενικό «ασπίδα» —για παράδειγμα, υπάρχει αστερισμός (που περιλαμβάνεται μεταξύ των 88 “επίσημων αστερισμών” που θέσπισε η IAU) ονόματι Scutum, ο οποίος στα ελληνικά καλείται Ασπίς —, όταν το ζητούμενο είναι να εκφράσουμε μέσω ενός όρου το σχήμα, τότε ίσως η λέξη «ασπιδοειδές» να μην είναι η πιο κατάλληλη — επειδή απλούστατα οι ασπίδες δεν έχουν ένα συγκεκριμένο κι ενιαίο σχήμα. Εδώ να σημειωθεί πως η λέξη ασπιδοειδής έχει χρησιμοποιηθεί και για να περιγράψει το σχήμα του φιδιού ασπίδα (που είναι το όνομα με το οποίο ήταν γνωστή η κόμπρα στην αρχαιότητα). Η λέξη «ασπιδόεν» (ουδέτερο της λ. ασπιδόεις), πέρα από την αμφιβολία για το ποιο ακριβώς σχήμα ασπίδας νοείται εδώ, στερείται και της κατάληξης –ειδές η οποία αντιστοιχεί στο –oid και υπαγορεύεται από την αρχή της συνέπειας στον σχηματισμό των όρων (πρβλ. πρισματοειδές).
2. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ «ΘΥΡΕΟ»;
Είδαμε ότι, ιδίως στους χρόνους της κοινής και μεταγενέστερα, η λέξη «θυρεός» αποτελούσε τη βασική και κυρίαρχη απόδοση για το λατ. scutum — οπότε εύλογα η αναζήτηση ορολογικής απόδοσης τον περιλαμβάνει. Ωστόσο, αφενός η πανίσχυρη αντιστοίχιση του «θυρεοειδής» με το αγγλ. thyroid (και με το σχήμα που αυτά έχουν ή με το οποίο αυτά γίνονται αντιληπτά από τους χρήστες της γλώσσας) κι αφετέρου η σύγχυση των δύο τύπων (θυρεοειδής και θυροειδής) δεν κάνουν και ό,τι καλύτερο το να επιδιωχθεί μια απόδοση του scutoid με βάση τον «θυρεό».
3. ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΘΕΜΑ «ΣΚΟΥΤ-»
Καθόσον όπως τεκμηριώθηκε πιο πάνω το θέμα σκουτ- είναι σε χρήση στην ελληνική γλώσσα, και επειδή οι όποιες άλλες οροδοτικές επιλογές υστερούν για την απόδοση του scutoid, φρονώ πως το να το πούμε «σκουτοειδές» υπηρετεί επαρκώς τις αρχές σχηματισμού των όρων. Επίσης, με τη συγκεκριμένη απόδοση καλύπτονται και οι δύο εκδοχές για την προέλευση του ονόματος του στερεού αυτού. Άλλωστε, αστειευόμενοι θα μπορούσαμε να πούμε, κι η παρετυμολογική επίδραση από το «σκούτερ» βοηθά κι εκείνη λίγο τον όρο «σκουτοειδές», αφού η μεριά με δομή Υ προσομοιάζει με τη χαρακτηριστική εμπρόσθια όψη των συμπαθών αυτών κατασκευασμάτων.
Η αρχική μου δημοσίευση: https://www.facebook.com/serafeim1/posts/10156098492022772
H δημοσίευσή μου με εικόνες: https://www.linkedin.com/pulse/σκουτοειδές-ένα-νέο-θεμελιώδες-γεωμετρικό-στερεό-ποια-sakis-serafeim/