Μια ταπεινή παρατήρηση να κάνω, έτσι οχτώμισι-και-βάλε χρόνια ετεροχρονισμένη;
it was a sampled, looped song that reminded me of something
Κττμγ, αυτά δεν είναι και πολύ καλά πιατσέικα αγγλικά.
Ο πολύς ο κόσμος ή
sampled loop θα έλεγε, ή
looped sample, εκ των οποίων, για να ακριβολογούμε, το δεύτερο φαντάζει και λογικότερο.
Σαμπλάρω λούπα παναπεί (κανονικά) ότι η λούπα προϋπάρχει στο κομμάτι που σαμπλάρω, το οποίο επομένως θα 'ναι ήδη ψιλοηλεκτρονικό, γιατί λούπες παίζουν τα μηχανήματα, όχι οι οργανοπαίχτες. Όχι ότι δεν συμβαίνει, αλλά δεν είναι και η συνηθέστερη πρακτική.
Είναι λίγο σαν να βγάζω φωτογραφία την προφύλαξη οθόνης...
Λουπάρω σαμπλ, απ' την άλλη, παναπεί παίρνω ένα δείγμα λίγων συνήθως δευτερολέπτων (που μπορεί να 'ναι από σόλο ντραμς μέχρι συμφωνική ορχήστρα) και το βάζω να παίζει λουπαριστά, ξανά και ξανά δηλαδή, και το κατά δύναμιν
seamlessly (αυτό πάλι πώς το λέμε;)
Πάρτε για παράδειγμα το When The Levee Breaks των Led Zeppelin:
Αλλιώς σαμπλάρανε τα ντραμς του Bonham οι Beastie Boys:
Κι αλλιώς η Björk:
Αμφότεροι λουπάρανε το σαμπλ που πήρανε, αλλά αυτό που σαμπλάρανε δεν ήταν λούπα εξαρχής...
Το sampled -ή και το looped- song, όμως, τι ακριβώς σημαίνει; Ότι σαμπλάραμε -ή λουπάραμε, αντίστοιχα- ολόκληρο τραγούδι; Αυτό δεν το κάνει κανείς. Άντε τίποτα αργόσχολοι γιουτιουμπάδες.
Το sample-based song ή loop-based song είναι πολύ πιο διαφανής, και συνήθης θαρρώ, σύμφραση.
Έχω πάντως την (αδιαμφισβήτητα αμφισβητήσιμη) εντύπωση ότι στην αγγλόφωνη (μουσική) πιάτσα το
sample είναι πιο διαδεδομένο ως ρήμα απ' ό,τι το
loop, ενώ ως ουσιαστικά φοριούνται εξίσου και τα δύο θαρρώ, ενίοτε και interchangeably, μιας και το σωστό το σαμπλ προσφέρεται για λούπα...
Τέλος, να σημειώσω, ότι για να γίνει σωστά η δουλειά, θέλουμε και
σαμπλιέρα.