Αρχική σημασία του sabbatical year: the seventh year, prescribed by the Mosaic law to be observed as a 'Sabbath' in which the land was to remain untilled and all debtors and Israelitish slaves were to be released. (OED)
Στα ελληνικά: σαββατικό(ν) έτος, κάθε έβδομο έτος κατά το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως (ΠαπΛεξ).
Αποκεί προήλθε και το sabbatical (year) των καθηγητών, την άδεια που παίρνουν (την έπαιρναν κάθε 7 χρόνια στην αρχή του θεσμού) για να ταξιδέψουν, να κάνουν έρευνα, να αποφύγουν το burnout ίσως.
Εδώ και μερικά χρόνια μεταφράζεται σαββατική άδεια (αν και δεν έχει μπει ακόμα στα λεξικά).
Χτες πάντως είδα και «σε σαββατικό» (μετάφραση τού on a sabbatical). Θα έλεγα, όταν το χρησιμοποιούμε σαν ουσιαστικό, να μένουμε στο θηλυκό (δεν λέμε «σε έτος» αλλά «σε άδεια»). Είμαι σε σαββατική, λοιπόν.
Στα ελληνικά: σαββατικό(ν) έτος, κάθε έβδομο έτος κατά το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως (ΠαπΛεξ).
Αποκεί προήλθε και το sabbatical (year) των καθηγητών, την άδεια που παίρνουν (την έπαιρναν κάθε 7 χρόνια στην αρχή του θεσμού) για να ταξιδέψουν, να κάνουν έρευνα, να αποφύγουν το burnout ίσως.
Εδώ και μερικά χρόνια μεταφράζεται σαββατική άδεια (αν και δεν έχει μπει ακόμα στα λεξικά).
Χτες πάντως είδα και «σε σαββατικό» (μετάφραση τού on a sabbatical). Θα έλεγα, όταν το χρησιμοποιούμε σαν ουσιαστικό, να μένουμε στο θηλυκό (δεν λέμε «σε έτος» αλλά «σε άδεια»). Είμαι σε σαββατική, λοιπόν.