Χωρίς συγκείμενο. Ερώτηση λεξιλογικής περιέργειας. Ποια θα ήταν η καλύτερη απόδοση;
Ορισμοί από τρία αγγλικά λεξικά:
Ορισμοί από τρία αγγλικά λεξικά:
- run a tight ship, to exercise a close, strict control over a ship's crew, a company, organization, or the like.
- to control a business or other organization firmly and effectively. Ruth runs a tight ship and has no time for shirkers.
- to manage something such as a business very well so that it operates very effectively