Got it!
Αποραφανίδωση=Derhaphanidosis :woot:
. Ευχαριστώ Μπέρνι!
Cougr, in stoppering terms, with a radish as the plug:
ραφανίδωση = απόφραξη (stopping) as opposed to αποραφανίδωση = απόφραξη (unstopping). Disenchanting, isn't it?
Με την ευκαιρία, στο ΛΚΝ υπάρχει μπέρδεμα: στην πρώτη σημασία, του φραξίματος, έχει παράδειγμα για τη δεύτερη, το ξεβούλωμα, ενώ στον Γεωργακά υπάρχει μόνο η σημασία του βουλώματος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόφραξη η [apófraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφράζω. 1. το απόλυτο φράξιμο: Ειδικό συνεργείο αναλαμβάνει τις αποφράξεις βόθρων. || (ιατρ.): Εντερική ~ / ~ αιμοφόρων αγγείων / χολής / σαλπίγγων κτλ., το κλείσιμο ενός κοίλου ή σωληνοειδούς οργάνου, που προκαλείται από παθολογικά αίτια. 2. ξεβούλωμα: H ~ του σωλήνα.
[λόγ. < αρχ. ἀπόφραξις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Γεωργακά]
απόφραξη [apόfraksi] η, gen απόφραξης & αποφράξεως (L) blockage, obstruction, impaction, occlusion (syn έμφραξη L, βούλωμα, φράξιμο): ~ του ανοίγματος, της ρωγμής | ~ της κυκλοφορίας του αίματος | εντερική ~ med intestinal obstruction, intestinal impaction, ileus (syn ειλεός) | η ούρηση εμποδίζεται από την ~ της ουρήθρας | φλεγμονή των ωοθηκών θα μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη ~ των σαλπίγγων | ο θάνατος του πρέσβη προήλθε συνεπεία αποφράξεως της στεφανιαίας αρτηρίας | κύρια αποστολή της μεραρχίας είναι η ~ του δρόμου προς τη Θεσσαλία (Terzakis) [fr kath απόφραξις ← K, AG]
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=απόφραξη&sin=all
Για το φράξιμο του βόθρου δεν χρειάζεται ειδικό συνεργείο, μόνο
συνενέργεια συνέργεια*, ενέργεια
(σημ 5. παθ.) πολλών επί μακρόν, σύμπραξη.
* Ή συνεργία, όποιο είναι το κακόσημο. Άλλος μπελάς αυτός: συνέργεια-συνεργία και ...συνεργεία!
Καλημέρα. :)
Και καλή όρεξη.