Από το ΛΝΕΓ:
Στο Πάπυρο, για τον Κουίσλινγκ:
Στη Wikipedia, για τους κουίσλινγκ:
Το ΛΚΝ δεν περιέχει τη λέξη για να βλέπαμε τη προφορά. Στα αγγλικά προφέρεται με «ζλ» και στα ελληνικά την προφέρω [κουίζλινγκ] (μόνο ο Δημήτρης Δημητράκος την έχει γράψει κι έτσι). Το ΛΚΝ δεν έχει λέξεις σε –ινγκ. Έχει π.χ. πάρκιν και πάρκιγκ, σέρφιγκ, ζάπιγκ, μάρκετιγκ, μίτιγκ, κ.τ.ό., άρα θα μας έδινε κουίσλιγκ.
Αν πιστέψω το Γκουγκλ (που δεν είναι από το goongle :) ), τα Κουίσλιγκ (μέσα και η Βικιπαίδεια) είναι λίγο περισσότερα από τα Κουίσλινγκ.
Ο Στάθης της «Ε» σήμερα γράφει κουίσλινγκ:
«αν το Διευθυντήριο σε συνεργασία με τους άλαλους κουίσλινγκ των Αθηνών χώνει στο έλλειμμα ό,τι κάθε φορά προαιρείται»
Το καταγγέλλω σαν ένα ακόμα όριο που ξεπερνά στον φραστικό του κατήφορο. Τι διάολο, ανάλογα με το λάδι που ρίχνει στη φωτιά πληρώνεται;
κουίσλινγκ (ο) {άκλ.} (μετωνυμ.) πρόσωπο (συνήθ. πολιτικός) που συνεργάζεται με τους κατακτητές τής χώρας του. [ΕΤΥΜ Από το όν. τού Νορβηγού πολιτικού V. Quisling (1887-1945), ο οποίος συνέστησε στον Χίτλερ την κατοχή της Νορβηγίας και κατόπιν σχημάτισε φιλοναζιστική κατοχική κυβέρνηση (1940-45)].
Στο Πάπυρο, για τον Κουίσλινγκ:
Κουίσλινγκ, Βίντκουν, Άμπραχαμ, Λάουριτς, Γιόνσον (Quisling, Vidkun, Abraham, Lauritz, Jonson)• Νορβηγός αξιωματικός, τού οποίου η συνεργασία με τους Γερμανούς κατά την κατάληψη τής Νορβηγίας στη διάρκεια τού Β Παγκόσμιου πολέμου κατέστησε το όνομα συνώνυμο τού «δωσίλογος» (Φύρεσνταλ, Νορβηγία, 1887 - Φρούριο Άκερσχους, Όσλο, 1945).
Ο Κουίσλινγκ έγινε αξιωματικός τού στρατού το 1911 και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στο Πέτρογκραντ (σημερινό Λένινγκραντ, 1918-1919) και στο Ελσίνκι (1919-1921). Ως υπουργός Αμύνης σε αγροτική κυβέρνηση (1931-1933), έγινε πασίγνωστος όταν κατέπνιξε απεργία εργατών υδροηλεκτρικών έργων. Παραιτήθηκε από την κυβέρνηση το 1933 για να ιδρύσει το φιλοναζιστικό κόμμα Εθνικής Ενότητας (Nasjonal Samling), το οποίο υποστήριζε την κατάπνιξη τού κομμουνισμού και τού συνδικαλισμού, αλλά το οποίο ουδέποτε κατέλαβε έδρα στο Στόρτινγκ (Κοινοβούλιο).
Κατά τη διάρκεια συνάντησης με τον Αδόλφο Χίτλερ, τον Δεκέμβριο τού 1939, ο Κουίσλινγκ συνέστησε τη γερμανική κατοχή τής Νορβηγίας. Μετά τη γερμανική εισβολή τού Απριλίου 1940, αυτοανακηρύχθηκε πρωθυπουργός. Αν και το καθεστώς του δέχθηκε έντονες και γεμάτες πικρία (sic*) επιθέσεις και κατέρρευσε μετά από μια εβδομάδα, ο Κουίσλινγκ εξακολούθησε να υπηρετεί στην κυβέρνηση κατοχής και ονομάστηκε πρωθυπουργός (Ministerprasident) τον Φεβρουάριο τού 1942, υπό τόν πληρεξούσιο τού Ράιχ Γιόζεφ Τερμπόβεν.
Οι προσπάθειες τού Κουίσλινγκ να προσελκύσει τη νορβηγική εκκλησία, τα σχολεία και τους νέους στον εθνικοσοσιαλισμό προκάλεσαν τη ζωηρή αντίδραση τών Νορβηγών. Ο Κουίσλινγκ θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αποστολή χιλίων περίπου Ισραηλιτών σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπου πέθαναν. Μετά την απελευθέρωση τής Νορβηγίας τον Μάιο τού 1945, συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε για προδοσία και άλλα εγκλήματα και εκτελέστηκε.
*bitter attacks, δηλ. σφοδρές επιθέσεις στο αγγλικό πρωτότυπο της Britannica.
Ο Κουίσλινγκ έγινε αξιωματικός τού στρατού το 1911 και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στο Πέτρογκραντ (σημερινό Λένινγκραντ, 1918-1919) και στο Ελσίνκι (1919-1921). Ως υπουργός Αμύνης σε αγροτική κυβέρνηση (1931-1933), έγινε πασίγνωστος όταν κατέπνιξε απεργία εργατών υδροηλεκτρικών έργων. Παραιτήθηκε από την κυβέρνηση το 1933 για να ιδρύσει το φιλοναζιστικό κόμμα Εθνικής Ενότητας (Nasjonal Samling), το οποίο υποστήριζε την κατάπνιξη τού κομμουνισμού και τού συνδικαλισμού, αλλά το οποίο ουδέποτε κατέλαβε έδρα στο Στόρτινγκ (Κοινοβούλιο).
Κατά τη διάρκεια συνάντησης με τον Αδόλφο Χίτλερ, τον Δεκέμβριο τού 1939, ο Κουίσλινγκ συνέστησε τη γερμανική κατοχή τής Νορβηγίας. Μετά τη γερμανική εισβολή τού Απριλίου 1940, αυτοανακηρύχθηκε πρωθυπουργός. Αν και το καθεστώς του δέχθηκε έντονες και γεμάτες πικρία (sic*) επιθέσεις και κατέρρευσε μετά από μια εβδομάδα, ο Κουίσλινγκ εξακολούθησε να υπηρετεί στην κυβέρνηση κατοχής και ονομάστηκε πρωθυπουργός (Ministerprasident) τον Φεβρουάριο τού 1942, υπό τόν πληρεξούσιο τού Ράιχ Γιόζεφ Τερμπόβεν.
Οι προσπάθειες τού Κουίσλινγκ να προσελκύσει τη νορβηγική εκκλησία, τα σχολεία και τους νέους στον εθνικοσοσιαλισμό προκάλεσαν τη ζωηρή αντίδραση τών Νορβηγών. Ο Κουίσλινγκ θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αποστολή χιλίων περίπου Ισραηλιτών σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπου πέθαναν. Μετά την απελευθέρωση τής Νορβηγίας τον Μάιο τού 1945, συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε για προδοσία και άλλα εγκλήματα και εκτελέστηκε.
*bitter attacks, δηλ. σφοδρές επιθέσεις στο αγγλικό πρωτότυπο της Britannica.
Στη Wikipedia, για τους κουίσλινγκ:
Quisling is a term that was most commonly used in reference to fascist and collaborationist political parties and military and paramilitary forces in occupied Allied countries which collaborated with Axis occupiers in World War II, as well as for their members and other collaborators.
The term was coined by the British newspaper The Times in an editorial published on 15 April 1940, entitled "Quislings everywhere" after the Norwegian Vidkun Quisling, who assisted Nazi Germany after it conquered his own country so that he could rule the collaborationist Norwegian government himself. The editorial asserted: "To writers, the word Quisling is a gift from the gods. If they had been ordered to invent a new word for traitor...they could hardly have hit upon a more brilliant combination of letters. Actually it contrives to suggest something at once slippery and tortuous."
The term was used by the then Prime Minister of the United Kingdom Winston Churchill during an address to both houses of Congress in the United States of America on the 26 December 1941. Commenting upon the effect of a number of Allied victories against Axis forces, and moreover the United States’ decision to enter the war, Churchill opined that: “Hope has returned to the hearts of scores of millions of men and women, and with that hope there burns the flame of anger against the brutal, corrupt invader. And still more fiercely burn the fires of hatred and contempt for the filthy Quislings whom he has suborned.” It subsequently entered the language, and became a target for political cartoonists.
The noun has survived, and is still in current use […] In contrast, the back-formed verb "to quisle" (pronounced "quizzle"), has largely disappeared from contemporary usage. […]
In contemporary usage, "Quisling" is synonymous with "traitor", and particularly applied to politicians who appear to favour the interests of other nations or cultures over their own. In American English, the term is less well known than the equivalent phrase "Benedict Arnold". […]
The term was coined by the British newspaper The Times in an editorial published on 15 April 1940, entitled "Quislings everywhere" after the Norwegian Vidkun Quisling, who assisted Nazi Germany after it conquered his own country so that he could rule the collaborationist Norwegian government himself. The editorial asserted: "To writers, the word Quisling is a gift from the gods. If they had been ordered to invent a new word for traitor...they could hardly have hit upon a more brilliant combination of letters. Actually it contrives to suggest something at once slippery and tortuous."
The term was used by the then Prime Minister of the United Kingdom Winston Churchill during an address to both houses of Congress in the United States of America on the 26 December 1941. Commenting upon the effect of a number of Allied victories against Axis forces, and moreover the United States’ decision to enter the war, Churchill opined that: “Hope has returned to the hearts of scores of millions of men and women, and with that hope there burns the flame of anger against the brutal, corrupt invader. And still more fiercely burn the fires of hatred and contempt for the filthy Quislings whom he has suborned.” It subsequently entered the language, and became a target for political cartoonists.
The noun has survived, and is still in current use […] In contrast, the back-formed verb "to quisle" (pronounced "quizzle"), has largely disappeared from contemporary usage. […]
In contemporary usage, "Quisling" is synonymous with "traitor", and particularly applied to politicians who appear to favour the interests of other nations or cultures over their own. In American English, the term is less well known than the equivalent phrase "Benedict Arnold". […]
Το ΛΚΝ δεν περιέχει τη λέξη για να βλέπαμε τη προφορά. Στα αγγλικά προφέρεται με «ζλ» και στα ελληνικά την προφέρω [κουίζλινγκ] (μόνο ο Δημήτρης Δημητράκος την έχει γράψει κι έτσι). Το ΛΚΝ δεν έχει λέξεις σε –ινγκ. Έχει π.χ. πάρκιν και πάρκιγκ, σέρφιγκ, ζάπιγκ, μάρκετιγκ, μίτιγκ, κ.τ.ό., άρα θα μας έδινε κουίσλιγκ.
Αν πιστέψω το Γκουγκλ (που δεν είναι από το goongle :) ), τα Κουίσλιγκ (μέσα και η Βικιπαίδεια) είναι λίγο περισσότερα από τα Κουίσλινγκ.
Ο Στάθης της «Ε» σήμερα γράφει κουίσλινγκ:
«αν το Διευθυντήριο σε συνεργασία με τους άλαλους κουίσλινγκ των Αθηνών χώνει στο έλλειμμα ό,τι κάθε φορά προαιρείται»
Το καταγγέλλω σαν ένα ακόμα όριο που ξεπερνά στον φραστικό του κατήφορο. Τι διάολο, ανάλογα με το λάδι που ρίχνει στη φωτιά πληρώνεται;