Πώς λέγεται όταν αποφεύγεις τη συζήτηση για τις Pussy Riot; You are pussyfooting around the subject.
pussyfoot verb [no object, with adverbial]
- act in a cautious or non-committal way: I realized I could no longer pussyfoot around
- move stealthily or warily: they make a great show of pussyfooting through the greenery
ODE
Ωραίες αποδόσεις; Για ξεκίνημα:
προσεγγίζω με επιφύλαξη
τα μασάω (για την υπόθεση)
αποφεύγω να πιάσω (το θέμα)
Next!
pussyfoot verb [no object, with adverbial]
- act in a cautious or non-committal way: I realized I could no longer pussyfoot around
- move stealthily or warily: they make a great show of pussyfooting through the greenery
ODE
Ωραίες αποδόσεις; Για ξεκίνημα:
προσεγγίζω με επιφύλαξη
τα μασάω (για την υπόθεση)
αποφεύγω να πιάσω (το θέμα)
Next!