metafrasi banner

pheromone

Φερομόνη ή φερορμονη; Απορώ πώς δεν έχουμε ασχοληθεί ως τώρα με το θέμα.
Η ετυμολογία που βλέπω στο Merriam-Webster και στο Online Etymology Dictionary λέει ότι προέρχεται από το "φέρω" και "ορμόνη".
Άρα, λογικά, φερορμόνη στα ελληνικά. Κι όμως το έχω δει "φερομόνη" πάρα πολλές φορές, σε βιβλία και συγγράμματα.
Στην ΙΑΤΕ βλέπω και τα δύο. Στο Glosbe μου βγάζει διάφορα κείμενα του Eur-Lex που το έχουν φερομόνη.

Εσείς τι φρονείτε;
 
Σίγουρα «φερομόνη», δεν νομίζω ότι χωράει συζήτηση - έτσι το 'χουν όλα τα λεξικά. Μάλλον το πήραμε αυτούσιο και δεν ασχοληθήκαμε με την ετυμολογία του.
 
Εδώ δίνεται μια ετυμολόγηση που δικαιολογεί μεν την απουσία του -ρ- αλλά που δεν ισχύει και πρέπει να διορθωθεί. Οι ίδιοι οι συγγραφείς που επικαλείται το άρθρο, οι Karlson και Butenandt, γράφουν:

Having consulted a few colleagues with experience in the same field, we should like to propose to name such substances "pheronomes". The name is derived from the Greek pherein (to carry) and horman (to exite, to stimulate).
 

daeman

Administrator
Staff member
Διευκρίνιση της λεπτομέρειας που ίσως εδώ είναι καθοριστική: το etymonline δεν λέει ότι είναι σύνθετη λέξη από το φέρω + ορμόνη, αλλά ότι προέρχεται από το φέρω + την κατάληξη -mone όπως στο hormone.

from Greek pherein "to carry" (from PIE root *bher- (1) "to carry," also "to bear children") + ending as in hormone.

Το OED ετυμολογεί το hormone ως εξής: [ad. Gr. ὁρµῶν, pres. pple. of ὁρµᾶν to set in motion (f. ὁρµή onset, impulse), with assimilation to -one.]

ενώ το -one είναι η κατάληξη (επίθημα) -όνη που έχουμε και σε άλλες χημικές ουσίες, π.χ. κετόνη, κινόνη, ιντερφερόνη.

Από την άλλη, το OED πάλι ετυμολογεί το pheromone έτσι: [f. Gr. ϕέρ-ειν to convey + -o + ὁρµῶν, pres. pple. of ὁρµᾶν to set in motion, urge on (after hormone).]
 
Last edited:
Top