Perpetuity, λέει η Wikipedia εδώ, είναι: an annuity that has no end, or a stream of cash payments that continues forever. There are few actual perpetuities in existence (the United Kingdom (UK) government has issued them in the past; these are known and still trade as consols). Real estate and preferred stock are among some types of investments that effect the results of a perpetuity, and prices can be established using techniques for valuing a perpetuity. Perpetuities are but one of the time value of money methods for valuing financial assets. Perpetuities are a form of ordinary annuities.
Το κείμενό μου είναι κάπως τεχνικό, εξηγεί τον υπολογισμό τέτοιων χρεογράφων κ.λπ.
Ο Χρυσ., στην τελευταία έκδοση, έχει στο λήμμα perpetuity:
perpetuity. 1. Αιωνιότητα, το διηνεκές, μακρά διάρκεια. Όρος χρησιμοποιούμενος για ορισμένα φιλανθρωπικά ιδρύματα τα οποία, παρά την ονομασία τους, δεν υφίστανται στο διηνεκές, αλλά έχουν ορισμένη, συνήθως πολύ μακρά, χρονική διάρκεια, που καθορίζεται από το καταστατικό τους.
2. Συνών. του annuity bond.
Δηλαδή, δεν δίνει απάντηση. Παρεμπιπτόντως, το λήμμα annuity, που είναι πλούσιο, δεν βοηθάει:
annuity. Σύνταξη, ασφαλιστική παροχή, ασφάλισμα. Αποζημίωση (ετήσια, μηνιαία ισόβια ή εφάπαξ), επίδομα, πρόσοδος, έσοδο, ράντα. Αρχικώς κάλυπτε ετήσιο ποσό (εκ τον annuus).
1. Ποσό που καταβάλλεται στον δικαιούχο σε μία ή περισσότερες δόσεις κάθε χρόνο (για ορισμένη περίοδο ή ισοβίως), κυρίως από ασφαλιστικούς οργανισμούς για διάφορες μορφές ασφάλισης.
2. Επενδυτικό (ασφαλιστικό) πρόγραμμα (σύμβαση) που εξοφλείται με ορισμένο τρόπο. Προβλέπει, μετά από καθορισμένη περίοδο, την πληρωμή στον επενδυτή (αγοραστή) ή στους αναφερόμενους δικαιούχους ισόποσων καταβολών σε καθορισμένα διαστήματα ή ισοβίως.
Πώς συνδυάζονται αυτά για τον σκοπό που το χρειάζομαι; Σε διηνεκές + κάτι; Και ποιο κάτι;
Ας καταφύγω σε λίγο παλιότερες πηγές. Στην έκδοση του 1992 του Δεσπότη βρίσκω:
perpetuity: (1) συνεχής ράντα (δηλ. ροή μελλοντικών καταβολών που αναμένεται να συνεχιστεί επ' άπειρον)
(2) διηνεκής πρόσοδος (3) πρόσοδος εφ' όρου ζωής
Οπότε, βλέπω δύο λύσεις: είτε το πολύ γενικό annuity = πρόσοδος, οπότε perpetuity = διηνεκής πρόσοδος, είτε το πιο συγκεκριμένο annuity = ράντα, οπότε perpetuity = διηνεκής ράντα.
Ξέρω, βέβαια, ότι ο όρος ραντιέρης (ιδίως από τότε που τον χρησιμοποίησε ο αείμνηστος) είναι κάπως κακόσημος, οπότε είμαι διστακτικός να αποδεχτώ τη λύση της ράντας/διηνεκούς ράντας (χώρια το ανάμεικτο ρέτζιστερ). Από την άλλη, η πρόσοδος είναι πολύ γενική (έχω 5-6 σελίδες όπου οι annuities και oi perpetuities πηγαινοέρχονται κάθε δυο παραγράφους) οπότε, τι κάνουμε; Απενοχοποιούμε τις ράντες; Άλλες ιδέες;
Το κείμενό μου είναι κάπως τεχνικό, εξηγεί τον υπολογισμό τέτοιων χρεογράφων κ.λπ.
Ο Χρυσ., στην τελευταία έκδοση, έχει στο λήμμα perpetuity:
perpetuity. 1. Αιωνιότητα, το διηνεκές, μακρά διάρκεια. Όρος χρησιμοποιούμενος για ορισμένα φιλανθρωπικά ιδρύματα τα οποία, παρά την ονομασία τους, δεν υφίστανται στο διηνεκές, αλλά έχουν ορισμένη, συνήθως πολύ μακρά, χρονική διάρκεια, που καθορίζεται από το καταστατικό τους.
2. Συνών. του annuity bond.
Δηλαδή, δεν δίνει απάντηση. Παρεμπιπτόντως, το λήμμα annuity, που είναι πλούσιο, δεν βοηθάει:
annuity. Σύνταξη, ασφαλιστική παροχή, ασφάλισμα. Αποζημίωση (ετήσια, μηνιαία ισόβια ή εφάπαξ), επίδομα, πρόσοδος, έσοδο, ράντα. Αρχικώς κάλυπτε ετήσιο ποσό (εκ τον annuus).
1. Ποσό που καταβάλλεται στον δικαιούχο σε μία ή περισσότερες δόσεις κάθε χρόνο (για ορισμένη περίοδο ή ισοβίως), κυρίως από ασφαλιστικούς οργανισμούς για διάφορες μορφές ασφάλισης.
2. Επενδυτικό (ασφαλιστικό) πρόγραμμα (σύμβαση) που εξοφλείται με ορισμένο τρόπο. Προβλέπει, μετά από καθορισμένη περίοδο, την πληρωμή στον επενδυτή (αγοραστή) ή στους αναφερόμενους δικαιούχους ισόποσων καταβολών σε καθορισμένα διαστήματα ή ισοβίως.
Πώς συνδυάζονται αυτά για τον σκοπό που το χρειάζομαι; Σε διηνεκές + κάτι; Και ποιο κάτι;
Ας καταφύγω σε λίγο παλιότερες πηγές. Στην έκδοση του 1992 του Δεσπότη βρίσκω:
perpetuity: (1) συνεχής ράντα (δηλ. ροή μελλοντικών καταβολών που αναμένεται να συνεχιστεί επ' άπειρον)
(2) διηνεκής πρόσοδος (3) πρόσοδος εφ' όρου ζωής
Οπότε, βλέπω δύο λύσεις: είτε το πολύ γενικό annuity = πρόσοδος, οπότε perpetuity = διηνεκής πρόσοδος, είτε το πιο συγκεκριμένο annuity = ράντα, οπότε perpetuity = διηνεκής ράντα.
Ξέρω, βέβαια, ότι ο όρος ραντιέρης (ιδίως από τότε που τον χρησιμοποίησε ο αείμνηστος) είναι κάπως κακόσημος, οπότε είμαι διστακτικός να αποδεχτώ τη λύση της ράντας/διηνεκούς ράντας (χώρια το ανάμεικτο ρέτζιστερ). Από την άλλη, η πρόσοδος είναι πολύ γενική (έχω 5-6 σελίδες όπου οι annuities και oi perpetuities πηγαινοέρχονται κάθε δυο παραγράφους) οπότε, τι κάνουμε; Απενοχοποιούμε τις ράντες; Άλλες ιδέες;