metafrasi banner

perceived wisdom

nickel

Administrator
Staff member
a perceived advantage/need/threat (=one that people think is real): The most important problem is the perceived threat to public health.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Υποτιθέμενη απειλή;
Το πιο σημαντικό πρόβλημα δημιουργείται από την υποτιθέμενη απειλή στη δημόσια υγεία;
 
Δεν θα έβαζα το υποτιθέμενη γιατί αυτό είναι supposed. Σε μερικά κοντέξτ, βάζω "φαινομένη". Αλλού, περίφραση με το εκλαμβάνεται ως.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλά, να βάλω πρόταση με την ερώτηση του τίτλου:

The perceived wisdom is that people do not go in large numbers to black-and-white movies any more.
The perceived wisdom is that it's a bad thing to expose people to antibiotics unnecessarily.
The perceived wisdom among coaches is that it takes seven years to train someone so they're physically and mentally ready for an Olympic Games.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Σ' αυτά τα παραδείγματα, μου φαίνεται ότι θα ταίριαζε το "είναι κοινώς αποδεκτό", αλλά πάλι δεν είναι ακριβώς αυτό.
 

tuna

¥
Έχω την εντύπωση ότι εμπεριέχει και την έννοια της δοξασίας αυτή η perceived wisdom - αυτή η 'κοινώς αποδεκτή' (όπως πρότεινε και η Αλεξάνδρα) αντίληψη.
 
Επίσης κοινή πεποίθηση.
Για τις άλλες περιπτώσεις με περίφραση ή ίσως και με το επίθετο θεωρούμενος.
 

nickel

Administrator
Staff member
Αρκετά μαζέψαμε. Είναι αυτό το perceived λίγο λέξη της μόδας. Της ξεντώνουν τις σημασίες λίγο προς τα εδώ, λίγο προς τα εκεί και έχουν μπερδευτεί και τα λεξικά. Ορίστε λοιπόν τι συγκέντρωσα από το διαδίκτυο, με προτεινόμενες αποδόσεις:

V2 Vocabulary Building Dictionary
Perceived is also the past tense of the verb perceive, which means "to become aware through the senses or to attain understanding of something." If something is described as perceived, it is noticeable. There was a perceived change in the general mood of the employees as the long weekend drew near. (noticeable, observed)
εμφανής
In order to land the job, he tried to create a perceived difference between himself and the other candidates. (noticeable, apparent)
αισθητός, αντιληπτός

Wiktionary:
1. generally recognized to be true: The perceived wisdom is that people do not go in large numbers to black-and-white movies anymore
κοινώς αποδεκτός
2. as seen or understood by an individual: In product design, where one deals with real, physical objects, there can be both real and perceived affordances, and the two need not be the same.
φαινόμενος, φαινομενικός, υποκειμενικός (;)

Wordnet 3
perceived – 1. detected by instinct or inference rather than by recognized perceptual cues: "a perceived threat"
διαβλεπόμενος, διαφαινόμενος: perceived threat, διαφαινόμενη απειλή. perceived risk, διαβλεπόμενος κίνδυνος.
2. detected by means of the senses: "a perceived difference in temperature"
αισθητός (όπως πιο πάνω)

Για το «The perceived wisdom is» είχα βάλει «κατά κοινή παραδοχή». Μαζέψαμε:
κατά κοινή πεποίθηση, κατά κοινή παραδοχή, κατά γενική παραδοχή,
είναι κοινώς αποδεκτό ότι


Το perceived advantage (στα πρώτα πρώτα παραδείγματα, από το Macmillan Dictionary), έχω την εντύπωση ότι κάποιοι το χρησιμοποιούν με τη σημασία «προφανές πλεονέκτημα» και κάποιοι με τη σημασία «φαινομενικό πλεονέκτημα» (φαινόμενο, νομιζόμενο).

Για να μην αφήσουμε παραπονεμένο το perceived need, από εδώ:
Perceived Need
The perception that additional staff members are necessary in the absence of documentation to support the perception. A perceived need is simply the perception that more staff members are needed without evidence as to how many are needed. Fact: 62% of ASHA-certified school-based SLPs responding to ASHA’s 2004 Schools Survey indicated that there was a shortage of qualified SLPs in their school district. This perceived need on the part of the survey respondents was not confirmed by any data (ASHA, 2004). The perception seems to be increasing as there was an increased perception from 51% of respondents in the 2000 Schools Survey.


Βλέπω πολλά επίπλαστη ανάγκη, αλλά θα ταίριαζε περισσότερο το νομιζόμενη ανάγκη;

Άντε πάλι, σας ξαναχώνω στον προβληματισμό...
 

nickel

Administrator
Staff member
Να προσθέσω στην παραπάνω ποικιλία (να δούμε πού θα φτάσει...), για το perceived usefulness.

The Technology Acceptance Model (TAM) is an information systems theory that models how users come to accept and use a technology. The model suggests that when users are presented with a new technology, a number of factors influence their decision about how and when they will use it, notably:
  • Perceived usefulness (PU) - This was defined by Fred Davis as "the degree to which a person believes that using a particular system would enhance his or her job performance".
  • Perceived ease-of-use (PEOU) - Davis defined this as "the degree to which a person believes that using a particular system would be free from effort" (Davis 1989).

Αποδόσεις στο διαδίκτυο για το perceived usefulness (με δυο-τρία ή περισσότερα ευρήματα):
αντιληπτή χρησιμότητα: η πιο έγκυρη. Την εγκρίνει και η ΕΛΕΤΟ.
προσλαµβανόµενη χρησιµότητα: Μάλλον δεν έχουν καταλάβει τη σημασία τού perceived.
αντιλαμβανόμενη χρησιμότητα: Κάποιος πρέπει επειγόντως να σκοτώσει την τερατώδη αυτή χρήση του αποθετικού αντιλαμβάνομαι. Μας φτάνουν οι *διαπραγματευόμενες μετοχές.

Διαφαινόμενη χρησιμότητα ή διαβλεπόμενη χρησιμότητα δεν βρήκα.
 
Κι όμως, το "διαφαινόμενη" ή το "διαβλεπόμενη" είναι, κατά την γνώμη μου, σαφώς καλύτερα του "αντιληπτή". Δεν είναι κακό το "αντιληπτή", αλλά δεν εμπερικλείει όλες τις έννοιες/αποχρώσεις του "perceived" σ' αυτή την περίπτωση.
Όσο για την γενικότερη ερώτηση, θα έλεγα ότι η μετάφραση εξαρτάται από την αρχική έννοια του "perceived X". Μιλάμε για την πιο εμφανή Χ (κοινώς αποδεκτή κλπ) ή για την λανθασμένη Χ που δυστυχώς επικρατεί (όπως πριν + ένα "δυστυχώς", "λανθασμένα" ή κάτι τέτοιο); Για την "ανάγκη" το κάπως καθαρευουσίανικο "θεωρούμενη" μ' αρέσει.
 
Στις παραπάνω περιπτώσεις θα προτιμούσα τη "νομιζόμενη". Η "αντιληπτή χρησιμότητα" μπορεί κάλλιστα να ερμηνεύεται σαν χρησιμότητα που είναι δεδομένο ότι υπάρχει και που τα άτομα την αντιλαμβάνονται σε κάποιο βαθμό, ενώ εν μέρει ίσως δεν γίνεται αντιληπτή. Είναι όμως απαραίτητο σε κάποιες χρήσεις να φαίνεται καθαρά το υποκειμενικό στοιχείο, όπως συμβαίνει με την perceived need του #11 που διαψεύδεται από τα στοιχεία (και ναι, θα απαντούσα θετικά στο ερώτημα του Νίκελ κατά πόσον ταιριάζει περισσότερο η νομιζόμενη ανάγκη). Το "θεωρούμενη" είναι σωστό, αλλά θα με προβλημάτιζε η σύνταξη: "θεωρούμενη" σκέτο ή "θεωρούμενη ως"; Το "διαβλεπόμενη" μου φαίνεται λίγο τραβηγμένο απ' τα μαλλιά, αφού μόνο η ενεργητική φωνή και διάθεση του ρήματος είναι εύχρηστη. Η "διαφαινόμενη" δεν λύνει το πρόβλημα, γιατί τείνει να θέσει σε υποκειμενική βάση μόνο την αντίληψη του πράγματος, όχι το ίδιο το πράγμα. Υπάρχουν βέβαια και οι περιφραστικές αποδόσεις. Στο παράδειγμα του ποστ #1 (The most important problem is the perceived threat to public health) δεν θα έλεγα ποτέ η "αντιληπτή απειλή", αλλά κάλλιστα θα έλεγα "εκείνο που γίνεται αντιληπτό σαν απειλή". Νομίζω μάλιστα ότι αυτή είναι η απόδοση που έχω χρησιμοποιήσει συχνότερα μέχρι στιγμής.
 

m_a_a_

Active member
Να με συμπαθάτε που σας κουράζω σήμερα αναμοχλεύοντας αραχνιασμένα νήματα από 'δώ κι από 'κεί, αλλά έχω φορτωθεί μεγάλο καρπούζι...

Ένα perceived misrepresentation που βρήκα μπροστά μου, να το κάνω λέτε νομιζόμενη στρέβλωση;

a framework to avoid actual or perceived misrepresentation of the climate-related benefits of products and services

= ένα πλαίσιο για την αποφυγή πραγματικής ή νομιζόμενης στρέβλωσης των κλιματικών οφελών προϊόντων και υπηρεσιών


?
 
Top