clogs = κλάπες, snowshoes = κύκλα
Μια που αναστήθηκε το νήμα, κι επειδή αναζητούμε ελληνικές αποδόσεις σε αγγλικούς/διεθνείς όρους, έχω να σας δείξω κάτι σχετικό που είχα ανασύρει τότε που γινόταν η συζήτηση, τότε δηλαδή που αναζητούσα πώς έλεγαν οι Βυζαντινοί τα τσόκαρα (ή ας τα πούμε σαμπό). Ιδού το κείμενο, με τις ελάχιστες δικές μου απαραίτητες επεμβάσεις:
Η λέξις κλάπα παρά Βυζαντινοίς[SUP]1[/SUP] εδήλου 1) το ξύλινον υπόδημα (τσόκαρο) το χρησιμοποιούμενον και αλλαχού εν τη οικιακή οικονομία, συχνότατα όμως εις το λουτρόν: «Κλάπας ὑποδεδεμένας· ἐν τῷ βαλανείῳ γὰρ ὢν ἐτύγχανε».[SUP]2[/SUP] 2) την ποδοκάκην, το εν ειρκτή ξύλον το έχον μίαν η δύο οπάς εις τας οποίας ενεβάλλοντο οι πόδες του καταδίκου ή και τέσσαρας διά τας χείρας άμα και τους πόδας. Εκ του βυζαντινού άσματος περί του Ανδρονίκου παρατηρούνται οι στίχοι:
Βάρτουν κ’ εις τες μασχάλες του τριακάνταρον μολύβι
και βάρτουν κ’ εις τα πόδια του δυο σιδερένιες κλάπες.
Παρά Βυζαντινοίς απαντά και ρήμα κλαπώνω (εμβάλλω εις κλάπας τους πόδας). Εις βυζαντινόν άσμα φέρονται οι στίχοι:
εδάρτ’ εσύραν το σχοινίν, εδήσασι τα χέρια,
τα πόδια μου κλαπώσασιν, τα πάντα μου πετάσαν,
εις φυλακήν μ’ εβάλασιν κ’ είμαι φυλακισμένος.[SUP]3[/SUP]
Σήμερον επίσης η λέξις κλάπα δηλοί: Εμβάδα υπό τους τύπους χλάπα (η), χλαπί (το), χλαπιά, χλαπάκια (Θήρα).[SUP]4[/SUP] Είδος υποδημάτων «τσαρούχια του χιονιού σαν μικρά τεψιά χωρίς κόθρους» κατεσκευασμένα εκ ξύλου και συγκροτούμενα διά λωρίδων εκ βοΐου δέρματος (Θεσσαλία).[SUP]5[/SUP] Τεμάχιον δέρματος (σόλα), το οποίον είτε καρφώνεται (αν είναι κατειργασμένον) εις το τσαρούχι, είτε προσδένεται εις αυτό δι’ ιμάντων (αν είναι ακατέργαστον) (Εύβοια, Στρόπωνες).[SUP]6[/SUP] Το εμπρόσθιον μέρος του πέλματος του τσαρουχιού (Στερεά Ελλάς, Αρτοτίνα).[SUP]7[/SUP] Εν Κρήτη (Ρέθυμνον), υπό τον τύπον κλαπούτσα (η), λέγεται η παντόφλα η οποία κατασκευάζεται όταν αποκοπή το άνω μέρος του στιβανίου· ενταύθα και η παροιμία: Το καλό παπούτσι κάνει και καλό κλαπούτσι (επί της εννοίας ότι τα καλά πράγματα ακόμη και αν παλαιωθούν είναι καλά).[SUP]8[/SUP]
1. Λεξ. Du Cange εν λ. Παρά Σουΐδα: «κωλόβαθρον· τῆς λεγομένης κλάπας παρὰ πολλοῖς». Φέρεται επίσης και ο τύπος κλάπος παρά Ι. Τζέτζη … Πρβλ. Κοραήν, Άτακτα 1, 68, και Γ. Χατζιδάκιν, ΕΕΒΣ 1 (1924), σ. 198.
2. Δίων ο Κάσσιος, 77.4.
3. Στέφανος Σαχλίκης, Γραφαί και στίχοι (έκδ. G. wagner), σ. 85, στίχ. 212-214.
4. Ιστορικόν Λεξικόν [= ΙΛ] 115α, 48. 547β, 99. Και Κοραής, Άτακτα 1, 68: κλάπος είναι το ξύλινον υπόδημα.
5. Αρχείον Ιστορικού Λεξικού. Εν Ευβοία (Μετόχι) και εν Ζαγορά Βόλου, ξύλινοι κύκλοι τους οποίους θέτουν υπό τους πόδας διά να βαδίζουν επί της χιόνος λέγονται κύκλα (τα). ΙΛ 602, 58 και 428, 228.
6. ΙΛ 499, 11.
7. Αρχείον Ιστορικού Λεξικού.
8. Αρχείον Ιστορικού Λεξικού.
Δικαίος Βαγιακάκος. «Τοπωνύμια εις –άδο».
Αθηνά 56 (1952), σ. 15-17.