Αλεξάνδρα (10) και Νίκελ (14), δεν φαντάζομαι να απαντάτε σε μένα, νομίζοντας ότι υποστηρίζω τη θέση πως πρέπει τα πάντα να μεταφράζονται με ελληνικούς όρους. Ασφαλώς και δεν γίνεται αυτό, πολύ περισσότερο όταν τα ίδια τα προς μετάφραση πράγματα δεν υπάρχουν στις δικές μας προσλαμβάνουσες, όπως για παράδειγμα το horseradish (και ακόμα περισσότερο όλα αυτά τα απίθανα μαραφέτια της γυναικείας οπλοθήκης που μας αραδιάζετε, μπρος στα οποία εμείς τα αγόρια απλώς μείνουμε με το στόμα ανοιχτό). Σε άλλη θέση απάντησα, αυτήν της καλής μας Μήτσου, ότι
τα ελληνικά είναι δύσχρηστα, άκαμπτα και έχουν αποτύχει να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του τομέα των υπολογιστών και του γυναικείου καλλωπισμού. Με τον τρόπο που έχει διατυπωθεί, κάπως απόλυτα, πιστεύω ότι δεν ευσταθεί. Ο Δόκτορας, που με κατάλαβε, έσπευσε να διαμαρτυρηθεί για τα κομπιουτερίστικα και η SBE κατέβασε ολόκληρο κατάλογο για να μας θυμίσει ότι η ελληνική στο παρελθόν ανταποκρίθηκε καλά στη ζήτηση. Τους ευχαριστώ, και βέβαια δεν έχω τίποτε να προσθέσω επ’ αυτού γιατί θα φανεί ότι συζητάμε για τα αυτονόητα.
Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι λέξεις μπορούν να βρεθούν, είτε σκαλίζοντας στα λεξικά είτε επινοώντας νέες συνθέσεις (εξάπαντος όμως όχι τόσο θαυμαστές όσο τα κομψοτεχνήματα που μας παρέθεσε ο Δαεμάνος αμέσως πιο πάνω), και μέχρι εκεί η μεταφραστική, η συνθετική, η παραγωγική δύναμη της νέας ελληνικής είναι επαρκής. Αυτό που δεν είναι εγγυημένο, και που εξυψώνει η Μήτσος μας σε πρωταρχικό κριτήριο, είναι το αν οι λέξεις αυτές θα συμπλέουν με το λεξιλόγιο που κυριαρχεί σήμερα στο σχετικό χώρο --και μάλλον δεν πρέπει να πω «με το λεξιλόγιο» αλλά με το «πνεύμα του λεξιλογίου»· γιατί το ζητούμενο πρώτα και κύρια είναι οι συμπαραδηλώσεις, οι περίφημες κοινωνικές αναφορές. Μπορεί το «ξώνυχο» να είναι ωραιότατη λέξη, ίσως μάλιστα και αυθεντική, να έχει ακουστεί δηλαδή πραγματικά σε στόματα ομιλητών, αλλά ξενίζει τη Μήτσο και τις κοπελούδες του βιβλίου της Αργυρώς, γιατί είναι πολύ «εγχώρια», θυμίζει κυράδες που πλένουν τα ρούχα στο πλυσταριό, δεν είναι μοντέρνα, δεν είναι «έτσι» ρε παιδί μου (δεν είναι «σικ» που θα ’λεγαν κάποτε οι μεγαλύτεροί μου).
Αλλά αυτό είναι κριτήριο εξωγλωσσικό. Ή μάλλον, αυτοδιορθώνομαι, ανήκει στη σφαίρα της κοινωνιογλωσσολογίας, στο πώς μεταχειρίζεται το κάθε άτομο, η κάθε ομάδα τη γλώσσα για την επικοινωνία. Ιδιαίτερα μάλιστα ο τομέας της μόδας είναι το κατεξοχήν πεδίο με κοινωνικές συμπαραδηλώσεις, όπου το τι φοράμε δηλώνει ποιοι είμαστε, πώς βλέπουμε τον κόσμο, πώς θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι, και όλα τα παρόμοια.
Να μη σας κουράζω, καταλάβατε που το πηγαίνω: ότι δεν είναι τα ελληνικά
δύσχρηστα και άκαμπτα και ανήμπορα να εξυπηρετήσουν ανάγκες επικοινωνίας, οι απαιτήσεις των χρηστών είναι διαφορετικές. Οι χρήστες είναι που θέλουν κάτι που να μην ξεφεύγει από τα αγγλικά, γιατί τα αγγλικά είναι σήμερα «μαστ», γιατί τα αγγλικά έχουν διεθνές «ίμπακτ», όπως δεν έχουν τα ελληνικά. (Όπως δεν έχουν, εδώ που τα λέμε, και γλώσσες που κάποτε είχαν και κυριαρχούσαν στη μόδα. Θυμηθείτε ότι κάποτε την κοινωνική αίγλη είχαν τα γαλλικά, και ότι οι γυναίκες φορούσαν «μπικουτί»· έπειτα ανέβηκαν τα αγγλικά και η αλλαγή αντικατοπτρίστηκε και στα ελληνικά, όπου τα μπικουτί έγιναν ρόλεϊ. Ή, ακόμα πιο παλιά, την κοινωνική αίγλη είχαν τα ιταλικά, και ακόμα πιο παλιά το μέτρο της κομψότητας δινόταν από τα περσο-αραβικά, τότε που οι γυναίκες βάφονταν με
κινά και
τεμπεσίρι).
Αυτά ήθελα να πω, Μήτσο ’μ. Και ειδικά για τα μιουλς να θυμηθούμε ότι ξεκίνησαν από τη Βενετιά, και είμαι βέβαιος, χωρίς να ψάξω, ότι στα βενετσιάνικα θα υπάρχει ο αντίστοιχος όρος, και πολύ πιθανόν, πάλι το λέω χωρίς να ψάξω, μπορεί να έχουν περάσει στα ελληνικά από τα βενετσιάνικα. Δεν επιθυμώ να παρέμβω σε προτιμήσεις, αλλά το «ξώνυχο» ωραίο θα ήταν να επικρατήσει (Και να ξέρεις, δεν είναι διόλου δύσκολο: φτάνει ν’ ακουστεί δυο τρεις φορές στην τηλεόραση, να το πει, ας πούμε, η Μενεγάκη και να το πάρει η Ναταλία Γερμανού, και θα γίνει καραμέλα).
Υ.Γ. Δαεμάνε, το «εμπύρευμα» είναι το καψούλι που ανάβει τη μπαρούτη, αυτό που κρατάγανε στα παλιά αρκεβούζια· είναι η άλλη σημασία του
primer.