metafrasi banner

patriliny = πατρογραμμικότητα, πατρογραμμική καταγωγή

pidyo

New member
Πατρογονική γραμμή ή πατρογονικό σύστημα, αναλόγως των συμφραζομένων.
 
Πιδύε, δεν παίζουν πια καθόλου τα μητρογραμμικός/ πατρογραμμικός και μητρογραμμικότητα/ πατρογραμμικότητα;
 

pidyo

New member
Δεν είναι ο χώρος μου για να αποφανθώ με βεβαιότητα, αλλά (εγώ τουλάχιστον) δεν την πρόλαβα τη μόδα της πατρογραμμικότητας και, να πω την αλήθεια, μου φαίνεται πολύ τεχνητός ο όρος. Τα αγγλικά patrilineality, patriliny παραπέμπουν στο lineage, ενώ η -γραμμικότητα στη γεωμετρία. Ακριβέστερος, σαφέστερος και κομψότερος μου φαίνεται ο παραδοσιακός όρος.
 
Ο Λεκατσάς σίγουρα το χρησιμοποίησε, ίσως και ο Τζορτζ Τόμσον στο Προϊστορικό Αιγαίο. Συμφωνώ με όσα αναφέρεις, αλλά δεν ξέρω αν το πατρογονικός θεωρείται αρκετά σαφές. Τώρα που τέθηκε το ζήτημα, ανακαλύπτω (προς μεγάλη μου έκπληξη) στο ΛΝΕΓ:
πατρογονικός, -ή, -ό [1840] 1. αυτός που είναι κληρονομημένος, από τον
πατέρα ή τους προγόνους: - σπίτι | κειμήλιο | κτήματα 2. αυτός που αποτελεί
μέρος τής προγονικής κληρονομιάς: ~ συνήθειες | εστίες | ήθη | έθιμα ΣΥΝ.
πατροπαράδοτος 3. πατρογονικά (τα) (α) οι πρόγονοι, οι πατέρες (β) τα
κληρονομημένα κτήματα.
πατρογραμμικός, -ή, -ό 1. (στην κοινωνική ανθρωπολογία) αυτός που
σχετίζεται με τον τύπο αναγνωρίσεως τής καταγωγής και κοινωνικής
οργάνωσης, ο οποίος ορίζει την καταγωγή αποκλειστικά με βάση την πατρική
γενεαλογική γραμμή, ενώ ταυτοχρόνως δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα
στους συγγενείς από την πλευρά τής μητέρας 2. (στην εθνολογία) αυτός που
σχετίζεται με το σύστημα συγγένειας, το οποίο δίνει βαρύτητα μόνο στην
καταγωγή από την πλευρά τού πατέρα. [ETYM. Μετάφρ. δάνειο από αγγλ.
patrilinear (νόθο συνθ.)].
 

nickel

Administrator
Staff member
Να καταθέσω κι εγώ από το ΠαπΛεξ:

πατρογραμμικός
-ή, -ό· (φρ.) α) «πατρογραμμική καταγωγή» ή «πατρική γραμμή καταγωγής»· (κοινων. ανθρωπολ.) τύπος αναγνώρισης τής καταγωγής και κοινωνικής οργάνωσης, κατά τον οποίο η καταγωγή ορίζεται αποκλειστικά από την πατρική γενεαλογική γραμμή και δεν αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα στους συγγενείς από την πλευρά τής μητέρας· β) «πατρογραμμικό σύστημα συγγένειας»· (εθνολ.) μονογραμμικό σύστημα συγγένειας κατά το οποίο δίνεται βαρύτητα στην πατρική γραμμή καταγωγής ή και ορίζεται αποκλειστικά από αυτήν και συνδέει το παιδί με τον πατέρα και τους συγγενείς του.
 

pidyo

New member
Λεξικογραφικά, πάω πάσο λοιπόν. Επί της ουσίας, εξακολουθεί να μη μ' αρέσει.
 

Earion

Moderator
Staff member
Προσθέτω και τη δική μου ψήφο στα «πατρογραμμικός», «μητρογραμμικός», με τη βεβαιότητα ότι είναι ευρείας χρήσεως όροι, κι ας μην έχω τσεκάρει ούτε τον Λεκατσά, ούτε τον Τόμσον (που λέει ο Θέμης), ούτε τον Ένγκελς (Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους), όπου θα περίμενα επίσης να τους βρω. Ένα άλλο ζεύγος που τα πλαισιώνει, και που το έχω χρησιμοποιήσει, είναι το: «πατροτοπικός», «μητροτοπικός», που δηλώνει σε ποιο τόπο στήνει το σπιτικό του το νιόπαντρο ζευγάρι, και ποιος από τους δύο, ο άντρας ή η γυναίκα μετακινείται (αν μετακινείται καν).
 
Top