Παραπονιέται ο Φώτης Τερζάκης στην παρουσίαση του βιβλίου Tunsuriban, που ανέφερα και σε άλλο μήνυμα, για τις αμετάφραστες λέξεις, για «αυτή [τη] μανία να παρεμβάλλουν όσο το δυνατόν περισσότερες ξένες λέξεις, άκλιτες είτε αμετάφραστες, […] parafernalia και όχι παραφερνάλια (ή, ακόμη καλύτερα, σύνεργα)».
Επειδή το βιβλίο είναι μετάφραση από τα αγγλικά (και η αγγλική λέξη γράφεται σαν τη λατινική, paraphernalia) αναρωτήθηκα (α) από πού ξεφύτρωσε το ισπανικό parafernalia και (β) για ποιο λόγο θα άφηνε κανείς αμετάφραστη τη λέξη. Τα λεξικά την έχουν. Κοιτάξω τη Ματζέντα:
ουσ. εξώπροικα, παράφερνα # μτφ. σύνεργα, κν. παραφερνάλια, συμπράγκαλα.
Η διαδρομή της λέξης, εν συντομία:
φερνή = προίκα > πολύφερνη νύφη, με μεγάλη προίκα & τα αντίφερνα, τα δώρα που έδινε ο γαμπρός πριν από το γάμο σε ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνε
> τα παράφερνα, τα εξώπροικα, προσωπική περιουσία της συζύγου που δεν περιλαμβάνεται στην προίκα > λατ. και αγγλ. paraphernalia.
Η ιστορική-νομική σημασία καλύπτεται καλά στη Wikipedia:
In legal parlance, "paraphernalia" is a term of art from older law. Paraphernalia was the separate property of a married woman, such as clothing and jewelry "appropriate to her station", but excluding the assets that may have been included in her dower. The term originated in Roman law, but ultimately comes from Greek παράφερνα (parapherna), "beyond (para) the dower (phernē)". (όπου dower = dowry)
Κάποια σχετικά θα βρείτε και σ’ αυτή τη σελίδα του slang.gr.
Ποια είναι η σύγχρονη σημασία της λέξης; (Επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι στα αγγλικά προφέρεται [παραφερνέιλια].)
Ομολογώ ότι με εξέπληξε η διάδοση του αγγλισμού παραφερνάλια. Κάπου 500 είναι τα πραγματικά ευρήματα, αλλά πολλά σε σοβαρές σελίδες. Υπάρχουν και μερικές γενικές, «των παραφερναλίων» (εδώ το χαμόγελο αμηχανίας γίνεται θυμηδίας, ιδιαίτερα όταν πέφτω πάω στο αριστουργηματικό του Βαρβέρη στην Καθημερινή: «Ενώ η καρναβαλική διονυσιακή μεταμφίεση συνιστά μια παραβίαση οίστρου και χαράς που όμως ευχερώς απεκδύεται των “παραφερναλίων” της…»). Η λέξη διατίθεται και σε επίθετο: «παραφερνάλιων συστημάτων»! Και αναρωτιέμαι πόσο χαλαρά χρησιμοποιείται, μια και σε πολλές περιπτώσεις μου δίνει την εντύπωση ότι «μεταφράζει» το miscellanea και σε άλλες θα έφταναν τα «αξεσουάρ». Πιένες, βέβαια, γνωρίζει η σύμφραση «τα παραφερνάλια της εξουσίας» — αυτή είναι τουλάχιστον σωστά… αγγλικά.
Βοηθάνε τα λεξικά;
Στο ΛΚΝ δεν υπάρχει τέτοια λέξη, το Μείζον λέει: παραφερνάλια = εξώπροικα, παράφερνα (βλ. λ.)! Και το ΛΝΕΓ: τα παρεπόμενα, οι διάφορες συνέπειες ή εκφάνσεις ενός φαινομένου ή ενέργειας: πολλοί γοητεύονται από τα υλικά και κοινωνικά παραφερνάλια της ζωής των διασήμων.
Ομολογώ ότι η διάδοση της λέξης μού προκάλεσε την έκπληξη που είχα νιώσει όταν ανακάλυψα ότι τους ξηρούς καρπούς που συνοδεύουν ένα ποτό τούς λένε «παρελκόμενα». Μάλιστα. Τα ποτά έχουν παρελκόμενα και η εξουσία παραφερνάλια! (Πειράζει που στο μυαλό μου κλωθογυρίζει η λέξη μπινελίκια;)
Επειδή το βιβλίο είναι μετάφραση από τα αγγλικά (και η αγγλική λέξη γράφεται σαν τη λατινική, paraphernalia) αναρωτήθηκα (α) από πού ξεφύτρωσε το ισπανικό parafernalia και (β) για ποιο λόγο θα άφηνε κανείς αμετάφραστη τη λέξη. Τα λεξικά την έχουν. Κοιτάξω τη Ματζέντα:
ουσ. εξώπροικα, παράφερνα # μτφ. σύνεργα, κν. παραφερνάλια, συμπράγκαλα.
Η διαδρομή της λέξης, εν συντομία:
φερνή = προίκα > πολύφερνη νύφη, με μεγάλη προίκα & τα αντίφερνα, τα δώρα που έδινε ο γαμπρός πριν από το γάμο σε ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνε
> τα παράφερνα, τα εξώπροικα, προσωπική περιουσία της συζύγου που δεν περιλαμβάνεται στην προίκα > λατ. και αγγλ. paraphernalia.
Η ιστορική-νομική σημασία καλύπτεται καλά στη Wikipedia:
In legal parlance, "paraphernalia" is a term of art from older law. Paraphernalia was the separate property of a married woman, such as clothing and jewelry "appropriate to her station", but excluding the assets that may have been included in her dower. The term originated in Roman law, but ultimately comes from Greek παράφερνα (parapherna), "beyond (para) the dower (phernē)". (όπου dower = dowry)
Κάποια σχετικά θα βρείτε και σ’ αυτή τη σελίδα του slang.gr.
Ποια είναι η σύγχρονη σημασία της λέξης; (Επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι στα αγγλικά προφέρεται [παραφερνέιλια].)
ODE
noun 1. miscellaneous articles, especially the equipment needed for a particular activity.
2. trappings associated with a particular institution or activity that are regarded as superfluous: the rituals and paraphernalia of government.
Longman
1. a lot of small things that belong to someone, or are needed for a particular activity: an electric kettle and all the paraphernalia for making tea and coffee | travelling paraphernalia.
2. the things and events that are connected with a particular activity, especially those which you think are unnecessary: all the usual paraphernalia of bureaucracy.
Encarta
1. assorted objects: assorted objects or items, especially of equipment required for a specific activity.
2. things characteristic of something: things usually associated with something: banks, commercial buildings, department stores, and all the paraphernalia of a sophisticated modern city.
Επομένως, η μία σημασία είναι τα σύνεργα μιας δουλειάς. Και η άλλη τα εξαρτήματα, τα παρελκόμενα, τα παρακολουθήματα, τα συμπληρώματα ενός φαινομένου.noun 1. miscellaneous articles, especially the equipment needed for a particular activity.
2. trappings associated with a particular institution or activity that are regarded as superfluous: the rituals and paraphernalia of government.
Longman
1. a lot of small things that belong to someone, or are needed for a particular activity: an electric kettle and all the paraphernalia for making tea and coffee | travelling paraphernalia.
2. the things and events that are connected with a particular activity, especially those which you think are unnecessary: all the usual paraphernalia of bureaucracy.
Encarta
1. assorted objects: assorted objects or items, especially of equipment required for a specific activity.
2. things characteristic of something: things usually associated with something: banks, commercial buildings, department stores, and all the paraphernalia of a sophisticated modern city.
Ομολογώ ότι με εξέπληξε η διάδοση του αγγλισμού παραφερνάλια. Κάπου 500 είναι τα πραγματικά ευρήματα, αλλά πολλά σε σοβαρές σελίδες. Υπάρχουν και μερικές γενικές, «των παραφερναλίων» (εδώ το χαμόγελο αμηχανίας γίνεται θυμηδίας, ιδιαίτερα όταν πέφτω πάω στο αριστουργηματικό του Βαρβέρη στην Καθημερινή: «Ενώ η καρναβαλική διονυσιακή μεταμφίεση συνιστά μια παραβίαση οίστρου και χαράς που όμως ευχερώς απεκδύεται των “παραφερναλίων” της…»). Η λέξη διατίθεται και σε επίθετο: «παραφερνάλιων συστημάτων»! Και αναρωτιέμαι πόσο χαλαρά χρησιμοποιείται, μια και σε πολλές περιπτώσεις μου δίνει την εντύπωση ότι «μεταφράζει» το miscellanea και σε άλλες θα έφταναν τα «αξεσουάρ». Πιένες, βέβαια, γνωρίζει η σύμφραση «τα παραφερνάλια της εξουσίας» — αυτή είναι τουλάχιστον σωστά… αγγλικά.
Βοηθάνε τα λεξικά;
Στο ΛΚΝ δεν υπάρχει τέτοια λέξη, το Μείζον λέει: παραφερνάλια = εξώπροικα, παράφερνα (βλ. λ.)! Και το ΛΝΕΓ: τα παρεπόμενα, οι διάφορες συνέπειες ή εκφάνσεις ενός φαινομένου ή ενέργειας: πολλοί γοητεύονται από τα υλικά και κοινωνικά παραφερνάλια της ζωής των διασήμων.
Ομολογώ ότι η διάδοση της λέξης μού προκάλεσε την έκπληξη που είχα νιώσει όταν ανακάλυψα ότι τους ξηρούς καρπούς που συνοδεύουν ένα ποτό τούς λένε «παρελκόμενα». Μάλιστα. Τα ποτά έχουν παρελκόμενα και η εξουσία παραφερνάλια! (Πειράζει που στο μυαλό μου κλωθογυρίζει η λέξη μπινελίκια;)