Μια άλλη πιθανή απόδοση θα ήταν το επικεφαλής. Βλέπω ότι το Οxford English Dictionary εξηγεί : «on point. The position at the front of an advancing force; the position at the head of a column or wedge of troops. Also: a person or group occupying this position; a leading party or advanced guard. Now chiefly U.S. »
Ίσως όμως να έχει σχέση και μια άλλη σημασία τού on point (παραθέτω πάλι από το ΟΕD): «point. A post at which a policeman or policewoman is stationed; (hence) an instance of being stationed at such a post. Now usually in POINT DUTY n. Also: a location where police, military personnel, etc., assemble; a rendezvous (now rare). In quot. 1888 on point: perh. short for ‘on point duty’» Σ' αυτή την περίπτωση, προτιμότερη απόδοση θα ήταν ίσως το «σε (διατεταγμένη) υπηρεσία».