Πρόσεξα σε ιστολόγιο των New York Times όπου μας παρέπεμψε ο Κώστας, τον τίτλο: An Olympian Effort.
Έχει ενδιαφέρον η εξέλιξη των σημασιών της αγγλικής λέξης Olympian (πάντα με κεφαλαίο αρχικό). Το εύρος τους δεν καλύπτεται ικανοποιητικά από όλα τα αγγλικά ή αγγλοελληνικά λεξικά. Έχει ενδιαφέρον ότι η λέξη μπορεί να αναφέρεται στον Όλυμπο, τους θεούς του Ολύμπου, την Ολυμπία ή τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Χοντρικά για την εξέλιξη των σημασιών αντιγράφω από το etymonline:
Olympian (adj.) "of or belonging to Olympus," c.1600; the noun meaning "a great god of ancient Greece" is attested from 1843; sense of "one who competes in the (modern) Olympic Games" is from 1976.
Να σημειώσουμε και το Olympic από το ολυμπικός, που εμείς έχουμε πάψει να το χρησιμοποιούμε κι αντ’ αυτού έχουμε ολυμπιακός.
Η σημασία ολύμπιος = «που χαρακτηρίζεται από μεγαλείο, επιβλητικότητα ή και γαλήνη που ταιριάζει σε θεό» (ΛΝΕΓ) είναι δάνειο από τη γαλλική γλώσσα, στην οποία, από το 1838 σύμφωνα με το Robert, έχουμε στο olympien: Noble, majestueux avec calme et hauteur (comme l’on représente Jupiter). Air, regard olympien. Un calme olympien, imperturbable. «Très lointain, très serein, très olympien» (Queneau).
Πρώτη εμφάνιση της αγγλικής χρήσης, σύμφωνα με το OED, στο Man & Superman του Μπέρναρντ Σο (The Olympian majesty with which a mane…of hazel colored hair is thrown back from an imposing brow, suggest Jupiter rather than Apollo).
Προσέξτε στα αγγλικά τη σημασία που δεν θα βρείτε σε όλα τα λεξικά:
far beyond what is usual in magnitude or degree ("Olympian efforts to save the city from bankruptcy").
Βρίσκεται σε συμφράσεις όπως Olympian effort, Olympian task, Olympian test κ.τ.ό. Μήπως είναι αγγλισμός να τις μεταφράζουμε με το «ολύμπιος»; Πιστεύω ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούμε εμείς είναι τιτάνιος, ηράκλειος, υπεράνθρωπος.
Μαζεύω από διάφορα αγγλικά λεξικά (ODE, Wiktionary, American Heritage, Encarta) τις αγγλικές σημασίες και προτείνω αποδόσεις:
Olympian
adjective
associated with Mount Olympus innortheastern Greece, or with the Greek gods whose home was traditionally held to be there > του Ολύμπου, ολύμπιος (Olympian deities, θεοί του Ολύμπου, ολύμπιοι θεοί, ολύμπιες θεότητες).
resembling or appropriate to a god, especially in superiority and aloofness: the court is capable of an Olympian detachment > ολύμπιος (ουράνιος, υπερκόσμιος | γαλήνιος | μεγαλοπρεπής).
[attributive] relating to the ancient or modern Olympic Games > ολυμπιακός, των Ολυμπιακών Αγώνων.
of the region of Olympia in Greece or its inhabitants: Olympian plain > της Ολυμπίας.
far beyond what is usual in magnitude or degree: Olympian efforts to save the city from bankruptcy > τιτάνιος, ηράκλειος, υπεράνθρωπος.
noun
any of the twelve Greek gods regarded as living on Olympus > θεός του Ολύμπου, ολύμπιος θεός.
a person of great attainments or exalted position: an intellectual Olympian > Τιτάνας, γίγαντας, ημίθεος.
a competitor in the Olympic Games > αθλητής των Ολυμπιακών (Αγώνων).
Κάθε προσθήκη και παρατήρηση θα μας βοηθήσει όλους. TIA!
Έχει ενδιαφέρον η εξέλιξη των σημασιών της αγγλικής λέξης Olympian (πάντα με κεφαλαίο αρχικό). Το εύρος τους δεν καλύπτεται ικανοποιητικά από όλα τα αγγλικά ή αγγλοελληνικά λεξικά. Έχει ενδιαφέρον ότι η λέξη μπορεί να αναφέρεται στον Όλυμπο, τους θεούς του Ολύμπου, την Ολυμπία ή τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Χοντρικά για την εξέλιξη των σημασιών αντιγράφω από το etymonline:
Olympian (adj.) "of or belonging to Olympus," c.1600; the noun meaning "a great god of ancient Greece" is attested from 1843; sense of "one who competes in the (modern) Olympic Games" is from 1976.
Να σημειώσουμε και το Olympic από το ολυμπικός, που εμείς έχουμε πάψει να το χρησιμοποιούμε κι αντ’ αυτού έχουμε ολυμπιακός.
Η σημασία ολύμπιος = «που χαρακτηρίζεται από μεγαλείο, επιβλητικότητα ή και γαλήνη που ταιριάζει σε θεό» (ΛΝΕΓ) είναι δάνειο από τη γαλλική γλώσσα, στην οποία, από το 1838 σύμφωνα με το Robert, έχουμε στο olympien: Noble, majestueux avec calme et hauteur (comme l’on représente Jupiter). Air, regard olympien. Un calme olympien, imperturbable. «Très lointain, très serein, très olympien» (Queneau).
Πρώτη εμφάνιση της αγγλικής χρήσης, σύμφωνα με το OED, στο Man & Superman του Μπέρναρντ Σο (The Olympian majesty with which a mane…of hazel colored hair is thrown back from an imposing brow, suggest
Προσέξτε στα αγγλικά τη σημασία που δεν θα βρείτε σε όλα τα λεξικά:
far beyond what is usual in magnitude or degree ("Olympian efforts to save the city from bankruptcy").
Βρίσκεται σε συμφράσεις όπως Olympian effort, Olympian task, Olympian test κ.τ.ό. Μήπως είναι αγγλισμός να τις μεταφράζουμε με το «ολύμπιος»; Πιστεύω ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούμε εμείς είναι τιτάνιος, ηράκλειος, υπεράνθρωπος.
Μαζεύω από διάφορα αγγλικά λεξικά (ODE, Wiktionary, American Heritage, Encarta) τις αγγλικές σημασίες και προτείνω αποδόσεις:
Olympian
adjective
associated with Mount Olympus in
resembling or appropriate to a god, especially in superiority and aloofness: the court is capable of an Olympian detachment > ολύμπιος (ουράνιος, υπερκόσμιος | γαλήνιος | μεγαλοπρεπής).
[attributive] relating to the ancient or modern Olympic Games > ολυμπιακός, των Ολυμπιακών Αγώνων.
of the region of Olympia in Greece or its inhabitants: Olympian plain > της Ολυμπίας.
far beyond what is usual in magnitude or degree: Olympian efforts to save the city from bankruptcy > τιτάνιος, ηράκλειος, υπεράνθρωπος.
noun
any of the twelve Greek gods regarded as living on Olympus > θεός του Ολύμπου, ολύμπιος θεός.
a person of great attainments or exalted position: an intellectual Olympian > Τιτάνας, γίγαντας, ημίθεος.
a competitor in the Olympic Games > αθλητής των Ολυμπιακών (Αγώνων).
Κάθε προσθήκη και παρατήρηση θα μας βοηθήσει όλους. TIA!