Αυτό το νήμα είχε την αφορμή του σε μια συζήτηση μ' έναν φίλο για το αν μπορεί να μεταφραστεί ως "υποκοριστικό" η λέξη nickname με τη δεύτερη έννοια που βλέπουμε εδώ:
Nickname:
Στην πρώτη έννοια, είναι φανερό ότι μιλάμε για παρατσούκλι, παρωνύμιο. Αλλά όταν έχουμε τη δεύτερη έννοια, νομίζω ότι τα ελληνικά λεξικά μάς χαλάνε λιγάκι τη σούπα. Η δική μου μετάφραση θα ήταν υποκοριστικό. Δηλαδή, όταν αντί για Αλεξάνδρα, λέμε Άλεξ, όταν αντί για Βασιλική λέμε Βίκυ, στα αγγλικά αυτό λέγεται nickname, αλλά στα ελληνικά, συμμορφώνεται με τον ορισμό του υποκοριστικού που δίνουν τα λεξικά;
ΛΚΝ:
υποκοριστικός: αυτός που σχετίζεται με τον υποκορισμό ΣΥΝ σμικρυντικός, χαϊδευτικός.
υποκοριστικά -> σμικρυντικά. Στις περισσότερες γλώσσες, και κατ' εξοχήν στην Ελληνική και σε ορισμένες άλλες γλώσσες της Μεσογείου, χρησιμοποιείται σε ευρεία έκταση ο υποκορισμός, παράγωγα δηλ. και σύνθετες λέξεις που δηλώνουν πραγματική ή συναισθηματική σμίκρυνση. Έτσι, λ.χ., ένα τραπέζι μπορεί να είναι μεγάλο ή να είναι μικρό. Στη β' περίπτωση μπορούμε να μιλήσουμε για «ένα μικρό τραπέζι», να λεξικοποιήσουμε δηλ. τη δήλωση της σμίκρυνσης ή να μιλήσουμε για «ένα τραπεζάκι γραμματικοποιώντας με την παραγωγική κατάληξη -άκι τη δήλωση της σμίκρυνσης. Σε μερικές περιπτώσεις μπορούμε να δηλώσουμε τη σμίκρυνση και με άλλο τρόπο, με τη χρήση σύνθετης λέξης με α' συνθετικό το μικρο-: μαγαζί - μικρομάγαζο, ιδιοκτήτης - μικροϊδιοκτήτης, καταθέτης - μικροκαταθέτης κ.τ.ό. Τα παράγωγα ή τα σύνθετα που δηλώνουν πραγματική σμίκρυνση, ονομάζονται σμικρυντικά ή και υποκοριστικά. Ωστόσο, ο β' όρος, ο όρος υποκοριστικά (από το αρχ. ελλην. υποκορισμός), που προήλθε από το αρχαίο υποκορίζομαι, μιλώ με αγάπη, μιλώ χαϊδευτικά) είναι καλύτερα να χρησιμοποιείται για παράγωγα ή σύνθετα που δηλώνουν ένα άλλο είδος σμίκρυνσης, τη συναισθηματική σμίκρυνση. Λέγοντας σπιτάκι, αυτοκινητάκι, μαννούλα, παιδάκι, μυτίτσα κ.τ.ό., δεν πρόκειται πραγματικά για μικρών διαστάσεων σπίτι ή για μικρό αυτοκίνητο κ.λπ., αλλά για γλωσσικό μηχανισμό με τον οποίο εκφράζουμε τρυφερότητα, αγάπη, στενότερη συναισθηματική σχέση με ό,τι δηλώνει η υποκοριζόμενη λέξη. Ένα πλήθος καταλήξεων και πολλά α' συνθετικά χρησιμοποιήθηκαν στην Ελληνική, για να δηλώσουν πραγματική ή και συναισθηματική σμίκρυνση. Παραδείγματα υποκοριστικών καταλήξεων: -άκι, -ίτσα, -ούλα, -ούλης, -άκος, -έλλι, -ούτσικος, -ούλικος, -ίσκος, -ίδιο κ.λπ. Παραδείγματα υποκοριστικών α' συνθετικών (προθημάτων): μικρο-, χαμο-, ψευτο-, υπο- κ.ά.
Έχουμε την έννοια υποκοριστικό όταν λέμε Σαμ, Άλεξ, Νταν, Βίκυ; Κι αν δεν λέγονται υποκοριστικά αυτά, τότε πώς λέγονται;
Nickname:
- A descriptive name added to or replacing the actual name of a person, place, or thing.
- A familiar or shortened form of a proper name.
Στην πρώτη έννοια, είναι φανερό ότι μιλάμε για παρατσούκλι, παρωνύμιο. Αλλά όταν έχουμε τη δεύτερη έννοια, νομίζω ότι τα ελληνικά λεξικά μάς χαλάνε λιγάκι τη σούπα. Η δική μου μετάφραση θα ήταν υποκοριστικό. Δηλαδή, όταν αντί για Αλεξάνδρα, λέμε Άλεξ, όταν αντί για Βασιλική λέμε Βίκυ, στα αγγλικά αυτό λέγεται nickname, αλλά στα ελληνικά, συμμορφώνεται με τον ορισμό του υποκοριστικού που δίνουν τα λεξικά;
ΛΚΝ:
υποκοριστικός -ή -ό : που εκφράζει μια έννοια σμίκρυνσης συνήθ. με χροιά χαϊδευτική ή ειρωνική (γατάκι, παιδαρέλι) και σπανιότερα την έννοια του περίπου (θα έρθω το βραδάκι), μια ευγενικότερη παράκληση (κάνε μου ένα καφεδάκι) κτλ.: Yποκοριστικές καταλήξεις. Yποκοριστικά ρήματα. || (ως ουσ.) το υποκοριστικό, λέξη με υποκοριστική σημασία.
Ο Μπαμπινιώτης γράφει:
υποκοριστικός: αυτός που σχετίζεται με τον υποκορισμό ΣΥΝ σμικρυντικός, χαϊδευτικός.
υποκοριστικά -> σμικρυντικά. Στις περισσότερες γλώσσες, και κατ' εξοχήν στην Ελληνική και σε ορισμένες άλλες γλώσσες της Μεσογείου, χρησιμοποιείται σε ευρεία έκταση ο υποκορισμός, παράγωγα δηλ. και σύνθετες λέξεις που δηλώνουν πραγματική ή συναισθηματική σμίκρυνση. Έτσι, λ.χ., ένα τραπέζι μπορεί να είναι μεγάλο ή να είναι μικρό. Στη β' περίπτωση μπορούμε να μιλήσουμε για «ένα μικρό τραπέζι», να λεξικοποιήσουμε δηλ. τη δήλωση της σμίκρυνσης ή να μιλήσουμε για «ένα τραπεζάκι γραμματικοποιώντας με την παραγωγική κατάληξη -άκι τη δήλωση της σμίκρυνσης. Σε μερικές περιπτώσεις μπορούμε να δηλώσουμε τη σμίκρυνση και με άλλο τρόπο, με τη χρήση σύνθετης λέξης με α' συνθετικό το μικρο-: μαγαζί - μικρομάγαζο, ιδιοκτήτης - μικροϊδιοκτήτης, καταθέτης - μικροκαταθέτης κ.τ.ό. Τα παράγωγα ή τα σύνθετα που δηλώνουν πραγματική σμίκρυνση, ονομάζονται σμικρυντικά ή και υποκοριστικά. Ωστόσο, ο β' όρος, ο όρος υποκοριστικά (από το αρχ. ελλην. υποκορισμός), που προήλθε από το αρχαίο υποκορίζομαι, μιλώ με αγάπη, μιλώ χαϊδευτικά) είναι καλύτερα να χρησιμοποιείται για παράγωγα ή σύνθετα που δηλώνουν ένα άλλο είδος σμίκρυνσης, τη συναισθηματική σμίκρυνση. Λέγοντας σπιτάκι, αυτοκινητάκι, μαννούλα, παιδάκι, μυτίτσα κ.τ.ό., δεν πρόκειται πραγματικά για μικρών διαστάσεων σπίτι ή για μικρό αυτοκίνητο κ.λπ., αλλά για γλωσσικό μηχανισμό με τον οποίο εκφράζουμε τρυφερότητα, αγάπη, στενότερη συναισθηματική σχέση με ό,τι δηλώνει η υποκοριζόμενη λέξη. Ένα πλήθος καταλήξεων και πολλά α' συνθετικά χρησιμοποιήθηκαν στην Ελληνική, για να δηλώσουν πραγματική ή και συναισθηματική σμίκρυνση. Παραδείγματα υποκοριστικών καταλήξεων: -άκι, -ίτσα, -ούλα, -ούλης, -άκος, -έλλι, -ούτσικος, -ούλικος, -ίσκος, -ίδιο κ.λπ. Παραδείγματα υποκοριστικών α' συνθετικών (προθημάτων): μικρο-, χαμο-, ψευτο-, υπο- κ.ά.
Έχουμε την έννοια υποκοριστικό όταν λέμε Σαμ, Άλεξ, Νταν, Βίκυ; Κι αν δεν λέγονται υποκοριστικά αυτά, τότε πώς λέγονται;