Το λήμμα στο ΛΝΕΓ, που ωστόσο δεν περιλαμβάνει τη σημερινή σημασία όπως την έχουμε πάρει από τα αγγλικά:
μότο (το) {άκλ.} ρητό, απόφθεγμα ή γνωμικό, που τοποθετείται μεταξύ τού τίτλου και τού κειμένου (ποιήματος, μελέτης, αφιερώματος κ.λπ.), δίνοντας κατεύθυνση για την ερμηνεία τού περιεχομένου. [ΕΤΥΜ. < ιταλ. motto «απόφθεγμα» < μτγν. λατ. muttum « γρύλισμα» < p. muttire «μουρμουρίζω»].
Από
ODE:
motto noun (plural mottoes or mottos)
1 a short sentence or phrase chosen as encapsulating the beliefs or ideals of an individual, family, or institution: the family motto is ‘Faithful though Unfortunate’
2 Music a phrase which recurs throughout a musical work and has some symbolical significance.
Προσθέτω:
έμβλημα
προσωπικό πιστεύω
κανόνας ζωής