Κατά την πανδημία αυτή αποκτήσαμε όλοι γνώσεις βασικής επιδημιολογίας - ή τουλάχιστον μάθαμε τη διαφορά μεταξύ θνητότητας και θνησιμότητας. Με απλά λόγια, θα λέγαμε πως η θνητότητα είναι η αναλογία του αριθμού των θανάτων από ένα νόσημα προς τον αριθμό των ασθενών με το νόσημα αυτό, ενώ η θνησιμότητα είναι η αναλογία του αριθμού των θανάτων γενικά προς τον γενικό πληθυσμό.
Ευτυχώς για εμάς τους μεταφραστές, αρκετά εξειδικευμένα συγγράμματα δίνουν και τους αντίστοιχους αγγλικούς όρους. Ένα από τα πιο έγκριτα είναι το «Επιδημιολογία: Αρχές, μέθοδοι, εφαρμογές» του Δ. Τριχόπουλου - εκεί εξηγείται πως οι δείκτες θνησιμότητας είναι ουσιαστικά δείκτες επίπτωσης και αφορούν αριθμό θανάτων διά του «ενδιάμεσου πληθυσμού» (δηλαδή του πληθυσμού την ενδιάμεση ημέρα της υπό μελέτη περιόδου). Παρατίθενται πολυάριθμοι «δείκτες θνησιμότητας» με τον αντίστοιχο αγγλικό όρο: crude mortality, cause-specific mortality κ.λπ.
Στο ίδιο σύγγραμμα, ο δείκτης θνητότητας θεωρείται δείκτης προσβολής και περιγράφει πόσο θανατηφόρο είναι ένα νόσημα. Ορίζεται ως ο αριθμός των θανάτων από το νόσημα διά του αριθμού των περιπτώσεων του νοσήματος, και ο αντίστοιχος αγγλικός όρος είναι το case fatality.
Αναλυτική παρουσίαση των αγγλικών όρων δίνει το CDC εδώ - εκεί φαίνεται ότι οι πλήρεις όροι περιλαμβάνουν και το rate: mortality rates και case-fatality rate.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το mortality ή mortality rate αντιστοιχεί στη θνησιμότητα ή στον δείκτη θνησιμότητας, ενώ το case fatality rate (με ή χωρίς παύλα) είναι η θνητότητα ή ο δείκτης θνητότητας.
Αν θέλει κανείς μια πιο τεχνική παρουσίαση του θέματος, υπάρχει το σύγγραμμα «Μέτρα συχνότητας των νοσημάτων» (Π. Γαλάνης, Λ. Σπάρος): εκεί η θνησιμότητα (mortality) ορίζεται ως το πηλίκο του αριθμού θανάτων από ένα νόσημα Χ προς τις προσωποστιγμές ατόμων που δεν έπασχαν από το νόσημα αλλά ήταν υποψήφια να πεθάνουν απ’ αυτό. Αντίστοιχα, η θνητότητα (case fatality rate) ορίζεται ως το πηλίκο του αριθμού θανάτων από ένα νόσημα Χ προς τις προσωποστιγμές ατόμων που έπασχαν από το νόσημα.
Ευτυχώς για εμάς τους μεταφραστές, αρκετά εξειδικευμένα συγγράμματα δίνουν και τους αντίστοιχους αγγλικούς όρους. Ένα από τα πιο έγκριτα είναι το «Επιδημιολογία: Αρχές, μέθοδοι, εφαρμογές» του Δ. Τριχόπουλου - εκεί εξηγείται πως οι δείκτες θνησιμότητας είναι ουσιαστικά δείκτες επίπτωσης και αφορούν αριθμό θανάτων διά του «ενδιάμεσου πληθυσμού» (δηλαδή του πληθυσμού την ενδιάμεση ημέρα της υπό μελέτη περιόδου). Παρατίθενται πολυάριθμοι «δείκτες θνησιμότητας» με τον αντίστοιχο αγγλικό όρο: crude mortality, cause-specific mortality κ.λπ.
Στο ίδιο σύγγραμμα, ο δείκτης θνητότητας θεωρείται δείκτης προσβολής και περιγράφει πόσο θανατηφόρο είναι ένα νόσημα. Ορίζεται ως ο αριθμός των θανάτων από το νόσημα διά του αριθμού των περιπτώσεων του νοσήματος, και ο αντίστοιχος αγγλικός όρος είναι το case fatality.
Αναλυτική παρουσίαση των αγγλικών όρων δίνει το CDC εδώ - εκεί φαίνεται ότι οι πλήρεις όροι περιλαμβάνουν και το rate: mortality rates και case-fatality rate.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το mortality ή mortality rate αντιστοιχεί στη θνησιμότητα ή στον δείκτη θνησιμότητας, ενώ το case fatality rate (με ή χωρίς παύλα) είναι η θνητότητα ή ο δείκτης θνητότητας.
Αν θέλει κανείς μια πιο τεχνική παρουσίαση του θέματος, υπάρχει το σύγγραμμα «Μέτρα συχνότητας των νοσημάτων» (Π. Γαλάνης, Λ. Σπάρος): εκεί η θνησιμότητα (mortality) ορίζεται ως το πηλίκο του αριθμού θανάτων από ένα νόσημα Χ προς τις προσωποστιγμές ατόμων που δεν έπασχαν από το νόσημα αλλά ήταν υποψήφια να πεθάνουν απ’ αυτό. Αντίστοιχα, η θνητότητα (case fatality rate) ορίζεται ως το πηλίκο του αριθμού θανάτων από ένα νόσημα Χ προς τις προσωποστιγμές ατόμων που έπασχαν από το νόσημα.