Νιώθω την υποχρέωση να καλύψω μια παλιά παράλειψη. Τα παλιά λεξικά, μονόγλωσσα και δίγλωσσα, παρέθεταν το επίρρημα mercifully χωρίς ειδικότερη μνεία στις σημασίες του. Έτσι, merciful ήταν ο φιλεύσπλαχνος, ο σπλαχνικός, και το mercifully ήταν το επίρρημα που δεν χρειαζόταν ειδική αναφορά των αποδόσεων. Ή, αν δίνονταν αποδόσεις, ήταν «με ευσπλαχνία, σπλαχνικά». Ακόμα και στο παλιό OED είχε: «In a merciful manner. Also occas. through God's mercy».
Στα νεότερα λεξικά, τα αγγλικά και τα αγγλοελληνικά, έχει προστεθεί και η σημασία «ευτυχώς», που μερικά μάλιστα την προτάσσουν.
Στο παλιό OED βλέπω παραδείγματα όπου η σημασία είναι «ευτυχώς», αλλά ίσως με θεολογική χροιά:
Άλλες αποδόσεις: τύχη αγαθή (παλιά δοτική), για καλή του τύχη, έδωσε ο Θεός και.
Στο νεότερο ODE εξαφανίζεται η θεολογική χροιά:
Στα παραδείγματα του ODE, πάμπολλα είναι τα «mercifully brief», όπου υπάρχει η υποψία κάποιας συμπονετικής ύπαρξης που μειώνει τη διάρκεια των οδυνηρών εμπειριών.
Ευτυχώς (wink-wink), στο Longman έχουμε κι άλλα ωραία παραδείγματα:
https://www.ldoceonline.com/dictionary/mercifully
Δεν αποδίδονται όλα ικανοποιητικά με ένα σκέτο «ευτυχώς»:
There is a caravan park, mercifully hidden from the village street.
Then, slowly, mercifully, humor and affection grew.
Making a mylar sheet is mercifully silent and you can do this almost anywhere you can find a working surface.
Άλλωστε, και η αρχική σημασία δεν καλύπτεται πάντα με «φιλεύσπλαχνα, σπλαχνικά».
Προβληματιστείτε ελεύθερα. And keep it mercifully brief.
Στα νεότερα λεξικά, τα αγγλικά και τα αγγλοελληνικά, έχει προστεθεί και η σημασία «ευτυχώς», που μερικά μάλιστα την προτάσσουν.
Στο παλιό OED βλέπω παραδείγματα όπου η σημασία είναι «ευτυχώς», αλλά ίσως με θεολογική χροιά:
1836 Lady Willoughby de Eresby in C. K. Sharpe Corr. (1888) II. 495 Mrs. Villiers, in galloping to cover … was pitched off,… but mercifully escaped with life and limb. 1903 A. B. Davidson Old Test. Prophecy xv. 251 The house of God was at last overthrown though its overthrow was mercifully postponed.
Άλλες αποδόσεις: τύχη αγαθή (παλιά δοτική), για καλή του τύχη, έδωσε ο Θεός και.
Στο νεότερο ODE εξαφανίζεται η θεολογική χροιά:
2. To one's great relief; fortunately.
mercifully, the event passed off without incident
https://www.lexico.com/en/definition/mercifully
mercifully, the event passed off without incident
https://www.lexico.com/en/definition/mercifully
Στα παραδείγματα του ODE, πάμπολλα είναι τα «mercifully brief», όπου υπάρχει η υποψία κάποιας συμπονετικής ύπαρξης που μειώνει τη διάρκεια των οδυνηρών εμπειριών.
Ευτυχώς (wink-wink), στο Longman έχουμε κι άλλα ωραία παραδείγματα:
https://www.ldoceonline.com/dictionary/mercifully
Δεν αποδίδονται όλα ικανοποιητικά με ένα σκέτο «ευτυχώς»:
There is a caravan park, mercifully hidden from the village street.
Then, slowly, mercifully, humor and affection grew.
Making a mylar sheet is mercifully silent and you can do this almost anywhere you can find a working surface.
Άλλωστε, και η αρχική σημασία δεν καλύπτεται πάντα με «φιλεύσπλαχνα, σπλαχνικά».
Προβληματιστείτε ελεύθερα. And keep it mercifully brief.