metafrasi banner

macho = μάτσο, υπεραρρενωπός

Θεωρώ την απόδοση της συγκεκριμένης λέξης στα ελληνικά έναν μικρό πονοκέφαλο, ειδικά όταν χρησιμοποιείται σαν επίθετο.
Στον προφορικό μου λόγο χρησιμοποιώ συχνά τη λέξη "μάτσο" αναφερόμενος στον άντρα που τονίζει με κραυγαλέο τρόπο την αρρενωπότητά του, και απ' ό,τι φαίνεται δεν είμαι μόνος, αλλά δυσκολεύομαι να την φανταστώ ενταγμένη σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα αν πρόκειται για "σοβαρό" κείμενο. Στο πλαίσιο μιας περιφραστικής απόδοσης θα έβαζα επίσης τα "πουλάει αντριλίκι" ή "αντρίλα" ή κάτι ανάλογο.

Στην προκειμένη περίπτωση έχω τα ακόλουθα συμφραζόμενα:

... the combined weight of the testes in the average man is about 1 1/2 ounces. This may boost the macho man's ego when he reflects on the slightly lower testis weight in a 450-pound male gorilla.

Θέλω να κρατήσω τη σύνταξη ως έχει (ούτως ή άλλως δεν μου 'ρχεται καμία καλή ιδέα ούτε για περιφραστική απόδοση). Σκέφτηκα να βάλω ενός "αρρενωπού" άντρα, με το αρρενωπού σε εισαγωγικά, αφενός όμως δεν μου αρέσει καθόλου να χρησιμοποιώ εισαγωγικά (και στη συγκεκριμένη περίπτωση φοβάμαι μήπως είναι και παραπλανητικά) και αφετέρου δεν θεωρώ ότι αποδίδει το νόημα. Το "αρρενωπός" δεν βγάζει αυτό το εξεζητημένο που έχει το macho.

Έχει κανείς καμία ιδέα;
 

nickel

Administrator
Staff member
...τον εγωισμό/το εγώ/την αυτοεκτίμηση του μέσου φαλλοκράτη...;

Ένα νήμα με macho δεν μπορεί να περάσει χωρίς κάτι σε «φαλλοκράτη».
 
Εξαρτάται, τί συνοδεύει; Μια χαρά είναι το "μάτσο" και στον γραπτό, π.χ. ένα μάτσο άνηθο (όχι ένα μάτσο χάλια ή ένα μάτσο ****).
Γράφεται σαφώς και σε σοβαρά κείμενα, ισότητας, φύλου κλπ. λόγω ελλείψεως αντιστοίχου δικού μας,
Για κάτι ενδιάμεσο και ακριβέστερο, υπεραρρενωπός.
 
Κι εγώ με το φαλλοκράτης ή πολύ απλά ότι αυτό θα έκανε κάποιον να αισθανθεί καλύτερα με τον εαυτό/ανδρισμό του.
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν είναι η μέρα μου σήμερα. Λέω να πάω να τον παρκάρω...

 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μετά από σχεδόν 12 χρόνια, τι λέτε; Είναι το «μάτσο» ως επιθετικός χαρακτηρισμός πιο καταξιωμένο στη γλώσσα;
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Και μάλιστα λημματογραφείται στο Χρηστικό:

μάτσο [SUP]2[/SUP] μά-τσο επίθ. [άκλ.]: για άνδρα, συνήθ. γεροδεμένο, που χαρακτηρίζεται από έντονη αρρενωπότητα. Πβ. φουσκωτός. Βλ. μετροσέξουαλ || (ως επίθ.) ~ ύφος. [<ισπ. macho]

Και με παράγωγο τη ματσίλα (υποθέτω κατά την αντρίλα, βαρβατίλα, ποδαρίλα κλπ. δύσοσμα).
 
Και θα πρέπει να εξαρθεί το γεγονός ότι λημματογραφείται ΜΟΝΟ στο Χρηστικό: ούτε ο Μπαμπινιώτης στην άρτι αφιχθείσα νέα έκδοση ούτε το ΜΗΛΝΕΓ το λημματογραφούν...:mad:

Κι εγώ που νόμιζα πως τα λεξικά "αλληθωρίζουν" εκατέρωθεν...:eek:
 
Top