Ξύπνησα στη μέση μιας στιχομυθίας, που είχε κάποιο ενδιαφέρον αλλά την ξέχασα (στον ύπνο μου γράφω εκπληκτικά σενάρια· θυμάμαι ότι κάποτε είχα πάρει και Όσκαρ σεναρίου). Το σχόλιο στο σημείο που ξύπνησα ήταν «Μου έριξε μια φαρμακερή ματιά». Ωραία έκφραση, σκέφτηκα, μισοξύπνιος μισοκοιμισμένος. Και πώς τη λέμε στα αγγλικά; ρώτησε το μεταφραστικό ημισφαίριο του εγκεφάλου μου. «He looked darts at me» απάντησε μόνο του, σίγουρα μισοκοιμισμένο. Γιατί αμέσως μετά αυτοδιορθώθηκε, σκέφτηκε ότι ήθελε να πει «He looked daggers at me» και τα νταρτς πρέπει να του ήρθαν από το «He darted a look at me».
Τώρα που ξύπνησα και κοίταξα σ’ ένα λεξικό, είδα και το «με κεραυνοβόλησε με το βλέμμα», αλλά προτιμώ το «φαρμακερό».
Ξανακοιμήθηκα και άλλαξε το ονειρικό σενάριο.
Με φιλοξενούσαν σε κάποιο τεράστιο παλιό σπίτι, από εκείνα με τους φαρδείς διαδρόμους και τις ψηλές δίφυλλες πόρτες. Ήταν η ώρα κάποιου πρωινού τελετουργικού, κάτι ανάμεσα σε πρωινό νίψιμο και κανονικό μπάνιο, κάτι που οι αγγλόφωνοι θα το έλεγαν morning ablutions. Φορώντας μόνο ένα μαγιό πέρασα μια ψηλή πόρτα και βρέθηκα σ' ένα μεγάλο δωμάτιο, με ακανόνιστα τοιχώματα, κάτι σαν εσωτερικό σπηλιάς (αυτό που οι Εγγλέζοι λένε grotto· στα όνειρά μου δεν μπορώ να εμποδίσω τα αγγλικά, μου βγαίνουν ασυναίσθητα). Στα δεξιά μου το δωμάτιο θύμιζε τη βάση καταρράκτη. Ανάβλυζαν τόσα νερά από κάπου, που άφριζαν και αντάριαζαν και ανέβαιναν σε τόσο μεγάλο ύψος που αναρωτιόσουν γιατί δεν γέμιζαν το δωμάτιο. Στα αριστερά ήταν μια μικρή ήσυχη λιμνούλα. Πάνω από το θόρυβο που έκαναν τα νερά στα δεξιά ακουγόταν ένα κομμάτι κλασικής μουσικής. Εκείνη τη στιγμή κάποιος άλλος έβγαινε από τα νερά της λίμνης και σκουπιζόταν.
Κοίταζα έκπληκτος όλη αυτή την απίστευτη ομορφιά στο εσωτερικό ενός σπιτιού. «Αυτό το πράγμα είναι καταπληκτικό», είπα στο φίλο μου και οικοδεσπότη. «Από πού έρχονται όλα αυτά τα νερά;» «Δεν ξέρουμε», μου απάντησε. «Βέβαια, δεν κάνουμε μπάνιο εκεί», είπε δείχνοντας με τα μάτια στην αντάρα, σαν να έλεγε ότι ούτε ο ίδιος δεν ήξερε τι μπορεί να κρύβεται εκεί μέσα.
Έφυγε μαζί με το άλλο άτομο και με άφησε μόνο να κάνω το μπάνιο μου. Και μια εντελώς σουρεαλιστική νότα σ’ ένα περίεργο όνειρο: πήρε μαζί του και τη μουσική, ένα παλιό ηλεκτρόφωνο που έπαιζε ένα δίσκο βινιλίου.
Στάθηκα για λίγα δευτερόλεπτα αναποφάσιστος πάνω από τη λιμνούλα, που ήταν φωτισμένη εσωτερικά στο σημείο όπου βρισκόμουν και έδειχνε εντελώς διάφανη, ακίνδυνη. Όμως δεν πρόλαβα να πάρω την απόφαση να μπω και, από το σκοτεινό μέρος της λίμνης στα δεξιά, εμφανίστηκε να πλέει προς το κέντρο ένα πλακουτσό φίδι σαν τεράστιο φύκι, με την απίστευτη ταχύτητα που έχουν κάποια φίδια μέσα στο νερό.
«Σιγά μην μπω εγώ εκεί μέσα», σκέφτηκα και, προτού προλάβω να νιώσω απογοήτευση που δεν θα μπορούσα να απολαύσω τα πανέμορφα νερά της λίμνης, είδα ένα ίδιο φίδι, στο δάπεδο κοντά στα πόδια μου, που έδειχνε νεκρό, σκελεθρωμένο. Λες και αντιλήφθηκε το βλέμμα μου, το φίδι ξύπνησε, ζωντάνεψε και σύρθηκε στο νερό, πλησίασε το άλλο φίδι, φάνηκε σαν να πιάσανε κουβέντα για κάτι και ξάφνου πήδησε μέσα από το νερό προς το στήθος μου. Έκανα μια απότομη κίνηση με το χέρι να το διώξω και ξύπνησα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν να είχα τρέξει κατοστάρι. Μα ούτε όνειρο δεν μπορείς να δεις πια και θα σου το χαλάσει κάποιος που θα σου την πέσει να σου πιει το αίμα!
Τώρα που ξύπνησα και κοίταξα σ’ ένα λεξικό, είδα και το «με κεραυνοβόλησε με το βλέμμα», αλλά προτιμώ το «φαρμακερό».
Ξανακοιμήθηκα και άλλαξε το ονειρικό σενάριο.
Με φιλοξενούσαν σε κάποιο τεράστιο παλιό σπίτι, από εκείνα με τους φαρδείς διαδρόμους και τις ψηλές δίφυλλες πόρτες. Ήταν η ώρα κάποιου πρωινού τελετουργικού, κάτι ανάμεσα σε πρωινό νίψιμο και κανονικό μπάνιο, κάτι που οι αγγλόφωνοι θα το έλεγαν morning ablutions. Φορώντας μόνο ένα μαγιό πέρασα μια ψηλή πόρτα και βρέθηκα σ' ένα μεγάλο δωμάτιο, με ακανόνιστα τοιχώματα, κάτι σαν εσωτερικό σπηλιάς (αυτό που οι Εγγλέζοι λένε grotto· στα όνειρά μου δεν μπορώ να εμποδίσω τα αγγλικά, μου βγαίνουν ασυναίσθητα). Στα δεξιά μου το δωμάτιο θύμιζε τη βάση καταρράκτη. Ανάβλυζαν τόσα νερά από κάπου, που άφριζαν και αντάριαζαν και ανέβαιναν σε τόσο μεγάλο ύψος που αναρωτιόσουν γιατί δεν γέμιζαν το δωμάτιο. Στα αριστερά ήταν μια μικρή ήσυχη λιμνούλα. Πάνω από το θόρυβο που έκαναν τα νερά στα δεξιά ακουγόταν ένα κομμάτι κλασικής μουσικής. Εκείνη τη στιγμή κάποιος άλλος έβγαινε από τα νερά της λίμνης και σκουπιζόταν.
Κοίταζα έκπληκτος όλη αυτή την απίστευτη ομορφιά στο εσωτερικό ενός σπιτιού. «Αυτό το πράγμα είναι καταπληκτικό», είπα στο φίλο μου και οικοδεσπότη. «Από πού έρχονται όλα αυτά τα νερά;» «Δεν ξέρουμε», μου απάντησε. «Βέβαια, δεν κάνουμε μπάνιο εκεί», είπε δείχνοντας με τα μάτια στην αντάρα, σαν να έλεγε ότι ούτε ο ίδιος δεν ήξερε τι μπορεί να κρύβεται εκεί μέσα.
Έφυγε μαζί με το άλλο άτομο και με άφησε μόνο να κάνω το μπάνιο μου. Και μια εντελώς σουρεαλιστική νότα σ’ ένα περίεργο όνειρο: πήρε μαζί του και τη μουσική, ένα παλιό ηλεκτρόφωνο που έπαιζε ένα δίσκο βινιλίου.
Στάθηκα για λίγα δευτερόλεπτα αναποφάσιστος πάνω από τη λιμνούλα, που ήταν φωτισμένη εσωτερικά στο σημείο όπου βρισκόμουν και έδειχνε εντελώς διάφανη, ακίνδυνη. Όμως δεν πρόλαβα να πάρω την απόφαση να μπω και, από το σκοτεινό μέρος της λίμνης στα δεξιά, εμφανίστηκε να πλέει προς το κέντρο ένα πλακουτσό φίδι σαν τεράστιο φύκι, με την απίστευτη ταχύτητα που έχουν κάποια φίδια μέσα στο νερό.
«Σιγά μην μπω εγώ εκεί μέσα», σκέφτηκα και, προτού προλάβω να νιώσω απογοήτευση που δεν θα μπορούσα να απολαύσω τα πανέμορφα νερά της λίμνης, είδα ένα ίδιο φίδι, στο δάπεδο κοντά στα πόδια μου, που έδειχνε νεκρό, σκελεθρωμένο. Λες και αντιλήφθηκε το βλέμμα μου, το φίδι ξύπνησε, ζωντάνεψε και σύρθηκε στο νερό, πλησίασε το άλλο φίδι, φάνηκε σαν να πιάσανε κουβέντα για κάτι και ξάφνου πήδησε μέσα από το νερό προς το στήθος μου. Έκανα μια απότομη κίνηση με το χέρι να το διώξω και ξύπνησα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν να είχα τρέξει κατοστάρι. Μα ούτε όνειρο δεν μπορείς να δεις πια και θα σου το χαλάσει κάποιος που θα σου την πέσει να σου πιει το αίμα!