Είμαι υπέρ της αντιστοιχίας performance > επιτέλεση, performing / performative > επιτελεστικός, και άρα performativity > επιτελεστικότητα.
Είχα υποστηρίξει στο παρελθόν την απόδοση «επιτελεστικές τέχνες» για το
performing arts, αλλά δεν έχει περάσει ακόμα στα λεξικά, αν και έχει καλά ευρήματα στο διαδίκτυο.
Τα λεξικά (ΜΗΛΝΕΓ, Χρηστικό) δεν σταματούν (όπως το ΛΝΕΓ) στο απλό
επιτελώ = πραγματοποιώ, φέρω σε πέρας.
Στο ΜΗΛΝΕΓ έχουμε:
επιτελεστικός
1) Που είναι σχετικός με την επιτέλεση
2) {γλωσσ.} Που αναφέρεται στην επιτέλεση γλωσσικών πράξεων
επιτελεστικά ρήματα (= κατηγορία ρημάτων τα οποία, όταν εκφωνούνται σε πρώτο πρόσωπο ενεστώτα, δημιουργούν τις συνθήκες για την επιτέλεση καθαρά γλωσσικών πράξεων διάφορων ειδών, όπως βεβαιώσεις, υποσχέσεις, απειλές, παρακλήσεις, ευχαριστίες) | επιτελεστική λειτουργία (= λειτουργία της γλώσσας που αφορά τη δημιουργία γλωσσικής δράσης, δηλ. την τέλεση γλωσσικών πράξεων)
Για την
επιτέλεση έχουμε στο ΜΗΛΝΕΓ:
2) {κοινωνιολ.}
Ολοκληρωμένο επικοινωνιακό έργο, που εμπεριέχει τη σχέση μεταξύ του δρώντος υποκειμένου και ενός αποδέκτη (ατομικού ή συλλογικού) που διαθέτει τα κριτικά εργαλεία προκειμένου να το αποτιμήσει
Η επιτέλεση της κοινωνικοποιητικής διαδικασίας αξιολογείται σε όλες τις φάσεις της ζωής του υποκειμένου
Με λίγα λόγια, είναι ένας όρος που ζυμώνεται. Η αντιστοιχία είναι καλή, οπότε θα συμφωνήσω κατ’ αρχήν (in principle) ως προς την «νομική επιτελεστικότητα». Απλώς θα επιδιώξω να δω και αρκετά παραδείγματα χρήσης στα αγγλικά. (Τα πρώτα που είδα δεν με αποθάρρυναν.)