ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΠΑΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟ ΓΙΟ ΤΟΥ
Γεια σου, γιόκα μου.
Ο Αλλάχ να σε ευλογεί. Το γράμμα το γράφω πολύ αργά, γιατί ξέρω ότι δεν είσαι καλός στο διάβασμα και δεν μπορείς να το διαβάσεις γρήγορα. Αν ρωτάς για μένα, δόξα τω Αλλάχ καλά είμαι, βρήκα καινούρια δουλειά. Θα είμαι με ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στη γη, όλοι τους είναι ήσυχοι, φρόνιμοι, ήρεμοι. Κι αν με ρωτήσεις τι δουλειά βρήκα, θα σου πω, μη σκας, έγινα φύλακας νεκροταφείου.
Η αδερφή σου η Εμινέ θα κάνει παιδί, ακόμα δεν ξέρουμε αν είναι αγόρι ή κορίτσι. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να σου πούμε ακόμα αν θα γίνεις θείος ή θεία*. Ο θείος σου ο Ιντρίς άνοιξε μαγαζί, αυτά που αγοράζει τριάντα τα πουλάει είκοσι πέντε, βγάζει από την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, λέει. Στο χωριό μας βγάλαμε και πρόεδρο, τον Τεμέλ τον φουντουκά, πολύ έξυπνο παιδί, για. Τις προάλλες, μας έκανε σε όλους εμβόλιο για το σεισμό. Είναι και έξυπνος και σωστός. Άλλη φορά, ήρθε στο χωριό ένας οδηγός ταξί, έψαχνε τον πρόεδρο, είχε λέει πατήσει μια κότα στο δρόμο κι έψαχνε τον ιδιοκτήτη της. Ο Τεμέλ κοίταξε την κότα, α αυτή δική μας δεν είναι, είπε, στο χωριό μας επίπεδες κότες δεν έχουμε.
Κι ο μικρός σου ο Ισμαήλ βγήκε πολύ έξυπνο παιδί. Τις προάλλες ανέβηκε το λόφο και κρατούσε στο χέρι του μια κλωστή και την ανέμιζε. Η μάνα σου του ‘πε «αχ παιδί μου, τι κάνεις εκεί;» Αυτός είπε «θέλω να δω τον καιρό». Μια μέρα τον κάθισα απέναντί μου και του είπα «για λέγε, τι είναι αυτή η ιστορία με τον καιρό;» Μου είπε λοιπόν πως αν κουνιέται η κλωστή φυσάει, κι αν βρέχεται, βρέχει. Πολύ έξυπνο παιδί, σου λέω. Εσύ στην ηλικία του τόσο έξυπνος δεν ήσουν!
Ο γιος του θείου σου του Τζεμάλ, ο Τουρσούν, βγήκε πολύ οικονόμος, αφού είπα αχ, γιατί μου έδωσε εμένα ο Θεός τέτοιο
τσαπατσούλικο παιδί όπως εσύ; Τις προάλλες, έπεσε στο τσάι του Τουρσούν μια μύγα. Την έπιασε στο χέρι του,
έδωσε μια και τη ζούληξε καλά μέσα στο ποτήρι, εσύ θα νόμιζες ότι είχε πεθάνει και θα είχες πετάξει το μισό τσάι, σπάταλε.
Τις προάλλες, ο δήμος έβαλε ρολόι στην Πλατεία Δημοκρατίας του
Ριζέ, κι ο Τουρσούν πούλησε αμέσως το δικό του, και λέγαμε κι εμείς πού χάνεται αυτό το παιδί
να βλέπει την ώρα κάθε ώρα… συνέχεια για να δει την ώρα...
Σύντομα θα αρχίσει και δουλειά. Ο μπαμπάς του ο Τζεμάλ είναι πολύ οικονόμος, από όλα του τα ζώα λείπει ένα πόδι. Ρωτήσαμε κι εμείς γιατί, κι εκείνος είπε «βρε ψυχή μου, να σφάζω κοτζάμ ζώο κάθε φορά που θέλει κάποιος ένα πόδι;» Ο έξυπνος ο αδερφός σου το ’δε αυτό και το ’κανε κι αυτός, είπε να φάμε ένα κεφάλι κι έκοψε το κεφάλι του κριαριού μας, αλλά βέβαια αφού του έκοψε το κεφάλι, πέθανε το ζώο.
Αυτά λοιπόν παιδάκι μου. Από την πατρίδα σου σου στέλνω μπόλικα νέα. Αν γίνουν καινούρια, θα σου ξαναγράψω. Να σε φυλάει ο Θεός.
-Ο μπαμπάς σου (σημείωση: θα έβαζα λεφτά μαζί με το γράμμα, αλλά άργησα να το σκεφτώ κι είχα κλείσει το φάκελο).